Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025
Μπορεί να του είπαν λόγια, κ' εκείνος τα πίστεψε κ' επήρε τα μάτια του. Το χωριό μας χάλασε, μάννα μου! Τούτο συνετάραξε την μνήμην της γρηα-Κυρατσούς, ως το κατακαθισμένον κρασίον, και εθόλωσεν αίφνης τα βλέμμα της από οργήν. — Αυτή η γειτόνισσα, η ξηροκίτρινη! Έλεγεν η γραία. Καλά λες, παιδί μου! Καλά λες, κόρη μου! Το χωριό μας χάλασε πλεια. Μιλούσε πάντα μαζί της και εχασκογελούσεν.
Κ' ενώ γυρίσαμε τη σκέψη μας στους ανθρώπους αυτούς, που πρωτήτερα τους θεωρούσαμε μόνο σαν αναγκαίο συμπλήρωμα της δικής μας χαράς, άνοιξε η πόρτα του σπιτιού και στη λάμψη του ηλιού, που έπεφτε στη σκάλα, παρουσιάστηκε μια καμπουριασμένη γειτόνισσα και μας κοίταξε μ' ένα χαμόγελο, που έδειχνε πως μας γνώρισε.
— Δεν λέγω πως με μέλει, αλλά σου λέγω τάχατες διά να το ξεύρης και συ. — Ώρα καλή! Και η γειτόνισσα στρέψασα τα νώτα απεμακρύνθη. Εν τούτοις οι δύο οδοιπόροι εξήλθον εκ της κώμης, και επανέλαβον την πορείαν των. Ο Γύφτος δεν είπε πλέον προς την Αϊμάν να φάγη, αλλά την εβίαζε να σπεύδη το βήμα, η δε κόρη τον ηκολούθει αγογγύστως.
Η μια μεγαλόσωμη, όχι πολύ περασμένη, αγκαλά το φως έρχεται πίσωθέ της και την κάνει και φαίνεται κάτι νεώτερη. Αυτή είναι η αρχόντισσα, η κερά του σπιτιού. Κρίμας που δεν είναι μέρα να καλοδής ταγαθώτατο πρόσωπό της. Η άλλη, που κάθεται δίπλα της και της κρυφομιλεί, αυτή με τα μαύρα, είναι γειτόνισσα, και πρέπει νάρθε να της δηγηθεί τα μύρια της βάσανα.
Τέλος, μίαν πρωίαν, ήλθε γράμμα, με μέγαν χρωματιστόν φάκελλον, με πολλάς σφραγίδας και γραμματόσημα όχι ολίγα. — Καλώς ταδέχτης, καλώς ταδέχτης, γειτόνισσα. — Καλώς ταδέχτης, εξαδέλφη. — Ευχαριστώ, καλό νάχετε. Η Ασημήνα είχε μεγάλες χαρές, ομοίως και η Αφέντρα, η κόρη της.
Και αυτή, την νύμφην της, «την είχε 'μόσιμο». Ηδύνατο να ακούη τοιούτον κακόηχον κρωγμόν; Μίαν ημέραν έχασε την υπομονήν και της λέγει: «Για να σου πω, γειτόνισσα, δεν μ' αρέσει να μ' το λες αυτό». Τότε η γραία στραφείσα της απεκρίθη: «Το ξέρω δα πως αμόνεις στ' όνομά της, γειτόνισσα· μα ησύχασε· το όνομά της δε θα χαθή!».
Πολύ του κακοφάνηκε του Νίκου που έφυγ' έτσι η Λιόλια, χωρίς να την ιδή- μα δεν ταπόδειξε ούτε στη γειτόνισσα, ούτε στους φίλους του Κάθησε ο Νίκος κοντά δέκα μέρες, ολομόναχος στην κάμαρη την έρημη. . . Στη θεια Ελέγκω δεν πήγε ολότελα γιατί ντρεπόταν εξ αιτίας της Λιόλιας, γι’ αυτά πούχαν ακουστή.
— Πάτησαν το Μοναστήρι! Δεν το μάθατε! Βούιξε όλο το χωριό. — Πάτησαν το Μοναστήρι! Είπεν εκπεπληγμένος ο καπετάν-Θοδωρής, ως άνθρωπος του οποίου ωραίον όνειρον διέκοψε ξηρός κρότος ατακτούσης γαλής. — Εγώ όταν κατέβαινα από το κτήμα, επανέλαβεν η γειτόνισσα, είδα τον κόσμο που πήγαιναν ωπλισμένοι.
Βρίσκει την πόρτα κλειστή. Εκεί που χτύπαγε, έφθασε η γειτόνισσα και τούφερε το κλειδί και του τα πρόκαμε όλα με το νι και με το σίγμα.
Ο Κυρ — Νικολάκης δεν το χώνευε αυτό. Χήρα γυναίκα και ν' ανοίγη την πόρτα της τα μεσάνυχτα! Δεν το θέλει ο Θεός! Ένα πρωί που έβγαινε από το σπίτι, την απάντησε στο κατώφλι. Του ήρθε να τη βάλη σε θεογνωσία: — Δεν κάνεις, καλά, κυρά γειτόνισσα. Ο κόσμος σου σέρνει πολλά. Χήρα γυναίκα με παιδιά, θα δώσης λόγο στο Θεό. Η χήρα άναψε απ' το θυμό της. — Και τι σ' έβαλα εγώ; του λέει.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν