Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025
Λοιπόν, ψυχή μου, θέλοντας πάρ’ και συ μέρος απ’ το κακό που αθέλητα έκαμ’ εκείνος και, ζωντανή, φιλάδελφο φρόνημα δείξε στον πεθαμένο· -κι ουδέ οι λύκοι θα γευτούνε τις σάρκες του οι λιμάντεροι· ας μην το βάλη κανείς στο νου του· γιατ’ εγώ, αν και γυναίκα, τάφο και χώσμα θα ’βρω τρόπο να του κάμω, φέρνοντας στου βυσσινιού μου πέπλου τον κόρφο να τον σκεπάσω· και μην πης αλλιώς πως θα ’ναι· τρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη.
Όσο που εκουραζόταν από το πολύ το δάρσιμο κ' επαράδινε το σκοινί στους στρατιώτες. Κι αν τύχαινε και κανένας δύστυχος, πνιγμένος μες το περισσό δίκιο του, να βρη μες την απελπισία την τόλμη να πη και κάνα λόγον παραπανιστό, «από το Θεό να τόβρης», «Θεός είνε κι ας σε κρίνη», ξερωγωτί· αφτός λυσσασμένος τόρα πιο πολύ, τον αλάτιζε πρώτα καλά με το σκοινί.
Ένας μαθητής μου μια μέρα ήρθε να με βρη και τον έβλεπα σα ζεματισμένο. «Δεν αξίζει τον κόπο, με λέει, να κάμη κανείς ετυμολογικό Γλωσσάριο της νεοελληνικής, γιατί αμέσως φαίνεται η παραγωγή κάθε λέξης και πολλή δουλειά δε θέλει να την ετυμολογήσουμε. Πού είναι οι λατινικές γλώσσες!
— Πώς το είπες αυτό; ρώτησε ο πασάς; που λίγο γνώριζε τα Ελληνικά και πολλές φορές σταματούσε για να βρη τη φράση που θάλεγε ή για να καταλάβη τι τούλεγαν. — Είχε ενθουσιασμό πατριωτικό. Το λίγο που κατάλαβε ο πασάς από τη φράση μου τον έκαμε να κυτάξη με ανησυχία προς τη θύρα της αίθουσας που ήμεθα.
Είν' αλήθια, πως κάποτε, πριν παντρευτή ο Αζώηρος, έβλεπε την καλοπέραση και τα λαμπρά σπίτια των μεγαλουσιάνων κι αναστέναζε νυχτόημερα, κ' ένας μοναχά πόθος, μια σκάση, κατάτρωγε κρυφά τα σωθικά και τη νιότη του, πώς να βρη τρόπο κι αυτός ν' αρχοντέψη, ν' αποχτήση κι αυτός καλοπέραση, και να χτίση ψηλά σπίτια. Τότες δεν ήτον καφετζής ο Ζώης.
Και φιληθήκανε στο στόμα. Μήνες περάσανε. Ο Παύλος έφυγε μακρυά να πάη να βρη το μεγάλο διαμάντι. Μακρυά, στους άφταστους, άγριους τόπους, εκεί που στα βάθυα της γης βρίσκονται τα πλούσια πετράδια. Κ' η Παυλίνα, ξαπλωμένη σαν και πρώτα στον ψάθινο καναπέ του περιβολιού, περίμενε κι' όλο περίμενε το μεγάλο διαμάντι, πιο μεγάλο απ' το μεγαλύτερο πετράδι που στόλιζε το διάδημα της βασίλισσας.
Ύστερα από κάμποση ώρα το άκουσαν να βελάζη κάτω στο λάκκο. Πάη ο Γκιώνης να το πάρη. Όταν έφτασε στο λάκκο έψαξε δώθε-κείθε, δεν μπόρεσε να το βρη. Γυρίζοντας στο στάλο, που κούρευαν, ακούστηκε πάλε τα βελιατό του βετουλιού. Τον ξαναστέλλει ως μεγαλύτερος ο Μαλώνης το Γκιώνη να πάρη το βετούλι.
Είχα πάρη, — θυμάσαι σαν τώρα —, το τραγούδι που λέει, πως ένα παλληκάρι γυρνώντας νύχτ' από τον πόλεμο που πολεμούσε κι από τη βίγλα που φύλαε, έπεσε να βρη λίγον ύπνο στην αγκαλιά της αγάπης του, κι αυτή μόλις χάραξε η ανατολή κι άρχεψαν τους κελαϊδισμούς η πέρδικες και τ' αηδόνια, του φώναζε να τον ξυπνίση, ν' αγκαλιάση το κυπαρισένιο της το κορμί και να φιλήση τον αμάλαγο κόρφο της και τον παρθενικό λαιμό, πούταν άσπρος σαν χιόνι και δροσερός σαν το κρυόνερο πώρχεται από τα κορφοβούνια.
Κ' επειδή εκείνος άκουσε με κακό την ομιλία και την έβριζε, πως κορίτσι βοσκών προξενεύει του παιδιού, που με τα σημάδια δείχνει πως θάχη τύχη μεγάλη και που άμα βρη τους εδικούς του θα τους κάμη κι αυτούς λεύτερους κι αφέντηδες σε μεγαλύτερα χτήματα, η Μυρτάλη φοβούμενη μήπως, άμα απελπιστή ολότελα ο Δάφνης για το γάμο, αποκοτήση εξ αιτίας του έρωτά του τίποτε που να του φέρη το θάνατο, τούλεγε άλλες αφορμές της άρνησης: — Είμαστε, παιδί μου, φτωχοί κ' έχουμε ανάγκη από νύφη, που να φέρη κάτι περισσότερο, ενώ εκείνοι είναι πλούσιοι και χρειάζονται γαμπρούς πλούσιους.
Και σκέφτηκε μόλις τελειώση τα βιβλία του Αριστόδημου να τραβήξη για το σπίτι της Ελπίδας. Ήξερε πως εκεί δε θα βρη ούτε βιβλία ούτε χερόγραφα. Μα πίστευε πως η κόρη με την ανοιχτή καρδιά της θα τον γνώριζε άσφαλτα με την ψυχή των Ευμορφόπουλων. Όχι του περασμένου καιρού τους Ευμορφόπουλους παρά τους τωρινούς.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν