Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025


Με μιαν ένταση υπερβολική όλου του είναι μου κοίταξα όξω στο σκοτάδι κ' είδα τον ίσκιο ενός αμαξιού, που έστεκε στην αυλή. Ο γιατρός είναι κει ακόμα! Έπειτα άκουσα από τη βεράντα τη φωνή της γυναικός μου: «Έρχεται, Δόξα σοι ο Θεός. Νάτος!» Κ' έπειτα από λίγες στιγμές είχα ανεβεί τη σκάλα κ' είμουνα στο σαλόνι.

Όταν καθότανε κανείς στη μικρότερη βεράντα και κοίταζε τις βελανιδιές και τον ήσυχο κόλπο πέρα από τον κήπο, δεν μπορούσε να μη στοχαστή πως όλα, όσα είτανε χτισμένα και καλλιεργημένα εδώ, θα χανόντανε μια φορά και πως θαρχότανε μια μέρα, που νέοι άνθρωποι θα βρίσκανε κρυμμένο στη γις ό,τι στέγασε τη χαρά και τη λύπη κ' έδωσε τροφή στο σώμα ανθρώπων ξεχασμένων από καιρό.

Φέραμε το κρεββάτι του Σβεν στην κάμαρα με τη βεράντα για να μπορή νακούη από το ανοιχτό παράθυρο τα πουλιά που κελαδούσαν και τους ανέμους που σφυρίζανε. Εκεί είταν ξαπλωμένος στο λευκό κρεββατάκι του κι όταν σήκωνε τα μάτια, το έκανε περιμένοντας να τον φιλήσουν ή κινούσε ήσυχα τα μικρά, αδυνατισμένα χέρια και τότε σκύβαμε απάνω του γιατί ξέραμε πως ήθελε να μας χαδέψη.

Μάταια γυρεύω να χωρίσω τις μέρες που ακολουθήσανε. Ναι, θα μου είταν κιόλας αδύνατο να πω πόσες είταν. Η νύχτα έγινε μέρα κ' η μέρα νύχτα κ' η ζωή μας είχε ένα σημείο μόνο, που γύρω του τριγύριζε: τη μικρή κάμαρα, όπου είτανε ξαπλωμένος και πάλευε με το θάνατο ο μικρός μας Σβεν, η κάμαρα με τη βεράντα, τη σκεπασμένη από το αγιόκλημα, που γέμιζε τον αέρα με τη μυρουδιά του.

Το εννόησα αυτό ένα βράδι, που καθόμαστε σε μια βεράντα και κοιτάζαμε τα νορβηγικά φιόρδ και τα βραχόβουνα. Η Έλσα τα κοίταζε όλα πολλή ώρα, έπειτα έκλεισε τα μάτια εμπρός στην αγαπημένη της εικόνα και μου είπε: — Γιώργο, γιατί με φέρνεις να δω όλα αυτά; Έπειτα άρχισε να κλαίη σιγά, μα προσπάθησε πάλι να κρατήση τα δάκρυα και γύρισε και με κοίταξε.

Βγήκα όξω στον κήπο· και με την ιδέα να του δώσω μια τελευταία χαράαυτού, που αγαπούσε πάντα τάνθηέκοψα ένα μισοανοιγμένο ρόδο, το ωραιότερο που μπορούσα να βρω, γύρισα μέσα και το έβαλα στο μαξιλάρι του παιδιού μου, κοντά στο μάτι που μπορούσε κ' έβλεπε ακόμα. Ανίκανος να το υποφέρω περσότερο, βγήκα πάλι όξω στη βεράντα. Αποκεί άκουσα πως μπήκε μέσα ο Σβάντε και κάθησε στο κρεββάτι.

Τους βλέπω ακόμα πλάι πλάι, με τα χέρια γεμάτα άνθη, με τα μάγουλα κοκκινισμένα να πηγαίνουνε μιλώντας από τη μεγάλη αυλή στην ανοιχτή βεράντα. Τα μαλλιά της είτανε τόσο μαύρα, τόσο ξανθά είταν τα δικά του, μα τα βαθιά γαλανά μάτια και των δυο είτανε τα ίδια. Ο ένας με τον άλλον είταν η πιο παράξενη αντίθεση κι όμως μοιάζανε περσότερο παρότι μοιάζουν πάντα μητέρα και παιδί.

Κ' ενώ αυτή προχωρούσε με κόπο, παρουσιάστηκε από πίσω ένας γέρος, ήρθε, μας χαιρέτησε κι αυτός, έτριψε τα χέρια, έβηξε και μουρμούρισε ακατανόητα λόγια, κάνοντας θέση στους δύο ξένους να περάσουν το κατώφλι. Από μια βεράντα μισοτελειωμένη είδαμε όξω το φιόρδ και το στενό του καιρού της νιότης μας.

Βγαίνω όξω στη βεράντα κ' η μυρουδιά, που χύνει το αγιόκλημα, με χτυπά από το σκοτάδι στο πρόσωπο, η ίδια μυρουδιά που είτανε σκορπισμένη γύρω μου την ώρα που αιστανόμουνα να με σφίγγουνε τα δάχτυλα του παιδιού μου μ' όλη τη δύναμη του θανάτου. Όλα σβήσανε μέσα μου, όλα περάσανε. Συλλογίζουμαι κείνη που μόλις βγήκε αποδώ κι όλα όσα μέλλουνε να γίνουν.

Είτανε τυλιγμένος καλά σε μια κουβέρτα και φορούσε κάλτσες στα πόδια. Έτσι τονέ βγάλαμε όξω κι ο πατέρας τον κρατούσε στα χέρια στη βεράντα, απ' όπου μπορούσε να κοιτάζη κάτω στην ηλιοφωτισμένη αυλή και νακούη τους φαιδρούς σκοπούς του οργανέτου.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν