Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Ιουνίου 2025
Εγώ έπιακα έναν παχύν ίσκιο βαλανιδιάς, σιμά σε παλιόν ξερότοιχο χωραφιού, έστρωσα της καβάλας μου τη φλοκωτή βελέντζα καταγής 'ςτ' απάτητα ξηρόχορτα, έβαλα προσκέφαλο το δισάκκι μου το τράγιο, και χωρίς να βγάλω ούτε φόρεμα ούτε τσαρούχια, ξαπλώθηκα τ' ανάσκελα σκεπασμένος μ' ένα λαφρό κοντοπάνι.
ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Τι διάβολο κάνετε μ' αυτό το χέρι; ΑΡΓΓΑΝ Τι; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Εγώ θα τώκοβα αμέσως αν ήμουν στη θέσι σας. ΑΡΓΓΑΝ Και γιατί; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Δε βλέπετε πως σας παίρνει όλη την τροφή και δεν αφίνει να τρέφεται το άλλο μέρος; ΑΡΓΓΑΝ Ναι, μα μου χρειάζεται αυτό το χέρι. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Αυτό το δεξί μάτι θα το είχα βγάλει εγώ αν ήμουν στη θέσι σας. ΑΡΓΓΑΝ Να βγάλω το ένα μου μάτι;
Αυτό με συνέφερε, ανάλαβα τις αισθήσεις μου, πάλαιψα, δάγκασα, γρατσούνισα, ήθελα να βγάλω τα μάτια αυτού του χοντροβούργαρου, μη ξέροντας, πως ό,τι συνέβαινε μέσα στον πύργο του πατέρα ήταν ένα πράγμα συνειθισμένο. Ο αγριάθρωπος μούδωσε μια μαχαιριά στο αριστερό μέρος της κοιλιάς, που έχω ακόμη το σημάδι. — Αλλοίμονο! Ελπίζω να το ιδώ, είπεν ο απλοϊκός Αγαθούλης,
Αναστέναξε βαθιά και πήρε την άκρη της ποδιάς της Νοέμι τυλίγοντας το στρίφωμα με τα σκουρόχρωμα δάχτυλά της. «Ντόνα Νοέμι, κυρά μου, έχετε την καρδιά της μητέρας σας. Σ’ εσάς μπορώ να το πω. Όταν ο πατέρας μου με προειδοποίησε: εάν ξανασηκώσεις τα μάτια σου στον ντον Τζάμε θα σου τα βγάλω με τη βουκέντρα, εγώ τα έκλεισα και ο ντον Τζάμε από εκείνη τη στιγμή και έπειτα ήταν νεκρός για μένα.
Του χωρισμού σου την πληγή πώς να τη βγάλω πέρα, Που να με καίγη αρχίνησε σα φλόγα νύχτα ημέρα; Του χωρισμού σου του πικρού το θλιβερό τον πόνο Μέραις θαρρώ πως τον βαστώ, μον δε βαστώ το χρόνο. Του χωρισμού το μέριμνο στο τέλος θα με σώσει, Και τη ζωή για γλήγορα θελά μ' αποσηκόσει. Κι' ο άλυσος κι' η φυλακή μ' εσένα είναι παιγνίδι. Στο χωρισμό σου μ' έφαγε πικρό και μαύρο φίδι.
Έτσι κι' εγώ στα πλοία ομπρός σα θέριζε τους άντρες του Έχτορα τ' ανίκητο κοντάρι, δε μπορούσα 135 να βγάλω τη Λωλιά απ' το νου που μ' είχε πριν λωλάνει. Μα αφούσφαλα όμως, και το νου μου πήρε τότε ο Δίας, θέλω ξανά να φιλιωθώ, να δώκω πλούσια δώρα.
Χωρίς να σε κολακεύω, καλέ Θεόδωρε, συ είσαι λογόφιλος και λαμπρός, διότι με νομίζεις ότι είμαι κανένα σακκί γεμάτο λόγους, και ημπορώ να βγάλω και να ειπώ τόρα πάλιν ότι δεν είναι ορθά αυτά.
Η γιαγιά μου έδιωξε από το σπίτι μας τον ντον Τζάμε και με πάντρεψε με τον Πριάμου Πίρας. Και ο Πριάμου μου ήταν ένας λεβέντης. Είχε μια βουκέντρα μ’ ένα σουβλί στην άκρη και μου έλεγε φέρνοντάς το μπροστά στα μάτια μου: βλέπεις; θα σου τα βγάλω τα μάτια εάν κοιτάξεις τον ντον Τζάμε όταν σε κοιτά. Κι έτσι πέρασε ο καιρός.
Ο γέρος ο βασιλιάς, προβοδίζοντάς τον, τον φίλησε στο κούτελο και του είπε: — Ο Θεός μαζί σου. Κι' όταν γυρίσης όπως θέλει ο Θεός, με τα γέρικα τα χέρια μου θα βγάλω την κορώνα απ' το κεφάλι μου να τη φορέσω στο δικό σου. Γιατί έτσι μου τη φόρεσε κ' εμένανε ο πατέρας μου. ...Δυο χρόνια πολεμούσε το βασιλόπουλο και δυο χρόνια οι μαντατοφόροι του πολέμου φέρνανε τα μαντάτα της παλικαριάς του.
ΝΕΑΝΙΑΣ Βρε για σταθήτε: κι' αν εσείς με κάνετε κομμάτια, πώς θα μπορέσω πειά να ιδώ μιαν ώμορφη στα μάτια; Γ' ΓΡΑΥΣ Κάμε καλά• μα πρώτ' αυτό θα κάνης δίχως άλλο. ΝΕΑΝΙΑΣ Με ποιά προτήτερ' απ' της δυο τα μάτια μου θα βγάλω; Β' ΓΡΑΥΣ Δεν ξέρεις; κόπιασ' από 'δω. Β' ΓΡΑΥΣ Ώ, μα τον Δία! τον κρατώ και δεν σου τον αφίνω. Γ' ΓΡΑΥΣ Κ' εγώ δεν σου τον δίνω.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν