United States or Georgia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όχι, είπε, κράτησε τα κι' αύριο μου τα δίνεις· να κάνουμε πρώτα το χαρτί. — Τι χαρτί; χαρτί είν' ο λόγοςτους καλούς ανθρώπους· δεν θέλω. — Α, όχι· εδώ έχομε ζωή και θάνατο· αύριο κάνουμε το χαρτί και μου δίνεις τα λεφτά. Αλλ' ο Δημήτρης επέμενε και ο βλαχοποιμήν τέλος κατεπείσθη να λάβη τα χρήματα και την Κυριακήν εστεφάνωσε την κόρην του.

Ή μου είπε την εσπέραν: θα έλθετε βέβαια αύριο: — Ποιος μπορούσε να μην πάη; Ή μου δίδει μίαν παραγγελίαν και ευρίσκω πρέπον να της φέρω μόνος μου την απάντησιν; ή η ημέρα είναι πολύ ωραία, πηγαίνω εις το Βαλάιμ, και όταν πλέον είμαι εκεί, μισή μόνον ώρα είναι έως σ' αυτής! — Είμαι πάρα πολύ πλησίον εις την ατμοσφαίραν της. — Έν βήμα και είμαι εκεί.

Είχα πολλά κρυμμένα στο νου μου και στην καρδιά μου, και δε σου φανέρωσα μήτε τα μισά. Δίχως άλλο αύριο φεύγω. Ίσια στ' Άγιο Όρος Θα ξεκινήσω. Εκεί θα τις βρης αυτές τις Φυλλάδες, αυτό το αίμα που έσταξε από τις μισόστεγνες φλέβες μου.

Κόρη μου, για δάκρια τώρα δεν ήρθα· έχουμε χρόνους και χρόνους για δάκρια κατόπι. Ήθελα να σου μιλήσω δυο λόγια, κι ώρα πιο βολικώτερη δε θα βρω. Αύριο γίνεται η στεφάνωση, και την άλλη ξεκινάτε για το μακρινό το ταξίδι. Είταν κι' αυτό της μοίρας μου, να γίνη ο γάμος σαν το πουλάκι μου πεταχτός. Και καλά να μισέψετε, λέει, την άλλη μέρα. Ας φαγωθούν τα συκώτια μου εμένα κι ας γίνη το θέλημά τους.

Θα ξαναπιάσουν τη συζήτηση που είχε διακοπεί τόσους μήνες πριν και ίσως μπορέσει να φέρει την καλή είδηση στον ντον Πρέντου. Τότε άρχισε να προσεύχεται, σιγά σιγά, έπειτα όλο και πιο δυνατά, μέχρι που του φάνηκε ότι είχε αρχίσει να ψέλνει όπως έκαναν οι προσκυνητές εκεί πάνω, στη Θαυματουργή Παναγία. Αύριο… Όλα θα πάνε καλά αύριο∙ όλα θα τελειώσουν, όλα θα ξεκαθαρίσουν.

Ανίσως και φοβάσαι Αρμένηδες, δεν έχω να πω. Μα την τέχνη την ξέρεις. Τους Αρμένηδες τους δίνεις αύριο την Αρμενία και βρίσκεις χουζούρι. Πρώτη φορά δεν είναι που αναπαύεσαι έτσι. Μαυροβουνιώτες, Ρουμούνοι, Βούλγαροι, Σέρβοι: όλοι πήραν το δικό τους και σ' άφησαν ήσυχο. Σου πήραμε και μεις δυο τρεις πέτρες. Μα το πιώτερο το Ρωμαίικο είναι μαζί σου. Βλέπω και συνεφέρνεις.

Εγώ ήρθα ξαργούγια να σε σηκώσω ταχιά το πουρνό, να σε πάω στον ·Άι-Λια, να σε μεταλάβω, κορίτσι μου . . . — Κ' εμένα, κ' εμένα! έκραξεν ο Μανώλης. — Κ' εσένα, μικρέ μου . . . — Θα έχη λειτουργιά αύριο στον Άι-Λια; ηρώτησε λησμονήσασα προς στιγμήν την ανησυχίαν της η Αφέντρα.

Η ώρα αυτή, το βασίλεμα, αυτά τα φθινοπωρινά δειλινά είναι μελαγχολικά. Πάμε στην πλατεία. Αύριο το πρωί θα σηκωθούμε την αυγή να ιδούμε την ανατολή. Δεν είπαμε; Θα πάμε τότε στο βραχάκι σου. ΔΩΡΑ — Α! ναι. Το βρέχει ολόγυρα η θάλασσα. Πρέπει να πάμε, χωρίς άλλο. ΦΛΕΡΗΣΌπου θέλεις, παιδί μου. Ό,τι θέλεις. Η ζωή μου είναι δική σου τώρα. Έλα όμως. Έλα. Πάμε κάτω. Εδώ μέσα είναι πληκτικά.

Έτσι, τα φυσικά φαινόμενα προσωποποιούνται συχνά, προεκτείνοντας το ανθρώπινο δράμα. «Περνάει ο άνεμος και τα καλάμια τρέμουν και ψιθυρίζουν: Έφις θυμάσαι, Έφις θυμάσαι; Έφυγες, ξαναγύρισες, είσαι πάλι ανάμεσά μας σαν κάποιος της οικογένειας. Άλλος λυγίζει και άλλος σπάει, άλλος αντέχει σήμερα, αλλά θα λυγίσει αύριο και μεθαύριο θα σπάσει. Έφις θυμάσαι

Μπορώ κι' είμαι ένας διαβάτης ... Είδα ένα ωραίο τοπείο. Αχ! τι ησυχία! τι ησυχία! Κι' όμωςτι θάνατος .. . Αλήθεια θα είνε δυνατό να ζήσω κι' αύριο έτσι πεθαμένος ; Βελόνες της υποψίας, μαχαίρια της λύπης, φίδια της ζήλειας — η καρδιά μου που είχε την τρέλλα να γιατρευτή, τώρα φωνάζει και ζητεί της πληγές σας. Ω, ξαναρθήτε! Παρίσι, 1909.