Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025


Τι θάμμασμα που έγεινε πίσω στην Καναπίτσα! . . . Δεκαοχτώ τουλουμοτύρια, το φόρτωμα ενός καϊκιού, που έπεσε εψές όξου, τα ερρούφηξεν ο αφαλός της θάλασσας και τα ξέρασε πίσω το μάτι της λίμνης . . . Θα φάμε χέλια παχειά φέτος, παιδά . . . Από βδομάδα, σαν αφήση τ' αφεντικό, θ' αρχίσω να τα ψαρεύω . . . . Έπεσαν στα τυριά, φάγανε κι' α — δε φάγανε . . . του διαβόλου τα χέλια, βρε!

Δεν ημπορώ, απεκρίθη η Δηλαρά, να πιστεύσω ότι αυτός θα σε αφήση να κακοπάθης, επειδή και αυτός μου έδειξεν ένα μέσον διά να γελάσης τους εχθρούς σου, το οποίον είναι τούτο.

Τώρα ο πατέρας του πρέπει να προσπαθή να γίνεται σκληρός στην ανάμνηση, για να μην αφήση τον εαυτό του να κυριευτή από την απογοήτεψη και να συγκρατήση κι όλους τους άλλους. Δεν του επιτρέπεται ούτε και να συλλογίζεται πολύ. Ούτε ακόμα και να θλίβεται. Γιατί τότε θα ναυαγούσαν όλα.

Ησθάνετο τόσω μάλλον την ανάγκην του ν' ανακουφισθή εκχύνουσα εις λόγους την αγανάκτησίν της, καθόσον επροσπάθησε να την περιστείλη διαρκούσης της συζητήσεως εις την αυλήν. — Χαρά 'ςτο! έλεγε. Να μη θέλη να μ' αφήση να έμβω! Δέχεται όσους πληρώνουν, λέγει. Και μήπως εγώ της είπα ότι θέλω να τον ιδώ χάρισμα, τον ιατρόν; Ας έχη δόξαν ο Θεός, δεν έχω την ανάγκην της!

Και σήμερον ακόμη, ότε είνε η εικοστή ενάτη, η τελευταία ημέρα του Μαρτίου, πάλιν δεν θέλει ν' αφήση τους φόβους της: — Φύλα ξύλα για το Μάρτη να μην κάψης τα παλούκια· έλεγεν αποφθεγματικώς εις την κουμπάραν της, την γρηά Σμαράγδω, που την συνεβούλευε να μη φοβήται πλέον. — Ν' ακούς εμένα πουτο λέω· πάει, έστρωσ' ο καιρός· επέμενεν αυτή. — Αχ! τι ν' αηκούσω και ν αηκούσω· φοβάμαι!. .

Γρήγορα σαν την σκέψιν, ετοποθέτησε μέσα εκεί το βαρύδιον, από όπου συνήθως εκρέματο ο πολυέλαιος, και εν ριπή οφθαλμού ο πολυέλαιος εκινήθη από κάποιαν αόρατον δύναμιν, ανεσύρθη πολύ προς τα άνω, διά ν' αφήση το βαρύδιον υψηλά, και επομένως ν' ανασύρη τους ουραγγουτάγκους στιβαγμένους σαν σταφύλια τον ένα επάνω εις τον άλλον, και τον ένα απέναντι του άλλου.

Διωγμένη η Θεοδώρα και φτωχεμένη πλανιούνταν από χώρα σε χώρα και ζούσε με το συνηθισμένο της τρόπο. Άξαφνα όμως τη φωτίζει, να την αφήση αυτή τη ζωή και να γυρίση στην Πόλη.

Λοιπόν ο Δούκας Αντρέ ήταν όπως και ο Τριστάνος, ανηψιός του Βασιληά Μάρκου. Γνωρίζοντας ότι ο Βασιληάς μελετούσε να γεράση άτεκνος για ν' αφήση την χώρα του στον Τριστάνο, ο φθόνος τους άναψε και με ψέμματα ερέθιζαν κατά του Τριστάνου τους Άρχοντες της Κορνουάλλης. «Πόσα θαύματα στη ζωή του! έλεγαν οι άπιστοι.

Έτσι το Δέλφι να τον 'δώ ν' αφήση την παλαίστρα κ' έτσι με λύσσα σαν τρελλός στο σπίτι μου να δράμη. Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι. Τούτο το κουρελόπανο του Δέλφι τώχω πάρει, κ' είν' απ' το γύρο χαμηλά της χλαίνας του κομμένο· το ξαίνω και τα νήματα μέσ' στη φωτιά τα ρίχνω. Αχ! Έρωτα σκληρόκαρδε, γιατί μούχεις ρουφήξει όλο το αίμα της καρδιάς σαν απ' τη λίμνη αβδέλλα;

Γιατί με ποιους, βλαστάρια μου, θα σχετισθήτε, σε ποια καλά θενά σας πάρουν χαροκόπια, χωρίς να φεύγετ’ απ’ αυτά κλαμένες πάντα δίχως καμμιά ποτέ χαρά; Η ώρα του γάμου όταν σιμώση, κόρες μου, για σας, ποιος θα ’ναι που θα δεχθή τέτοιες ντροπές ωσάν εκείνες που στους δικούς μου τους γονείς και τους δικούς του θα ’ναι ατιμία; Ποιος αυτός που το παιδί του, θ’ αφήση τέτοιονε πικρόν να κάμη γάμον; Και ποιο κακό σας έλειψεν ωιμέ; Σκοτώνει τον πατέρα του ο πατέρας σας και τη μητέρα σαστικιά του την κάνει αλλοί! και σας γεννάει, παιδιά μαζί κι αδέλφια του δυστυχισμένος.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν