Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025


Ως εδώ πάει καλά· μα εκείνο που μας κάμνει το κίνημά του σπουδαίο είναι που μόλις σήκωσε πόλεμο με τον Κωστάντιο, κι αρνήθηκε φανερά του Χριστού την πίστη. Και καθώς έφερνε τους λεγεώνες του στην Ανατολή, μάζευε κ' εθνικούς προφήτες, μάγους, κ' ιεροφάντηδες, να πολεμήσουνε το χριστιανισμό πια τώρα κι όχι τον Αυτοκράτορα.

Λοιπόν, ο Δούκας έχει μια κόρη, μια πεντάμορφη κόρη, κι' ο κόμης ήθελε να την πάρη γυναίκα. Αλλά ο πατέρας της αρνήθηκε να τη δώση σ' ένα υποτελή, κι' ο κόμης Ριόλ θέλησε να την πάρη δια της βίας. Πόσοι και πόσοι σκοτώθηκαν γι' αυτή τη δουλειάΡώτησε ο Τριστάνος: «Ο Δούκας Χόελ μπορεί ακόμη, βαστάει τον πόλεμο; — Με μεγάλη δυσκολία, Άρχοντα.

Αρνήθηκε να σκύψη το γόνα στον Βάαλ, και στο τέλος, κι αν ακόμα το λεπτό πνεύμα του ανθρώπου δεν επαναστατούσε ενάντια στις θορυβώδεις βεβαιώσεις του ρεαλισμού, το ύφος του θ' αρκούσε, μοναχό του αυτό, να κρατήση σε σεβαστήν απόσταση τη ζωή. Μ' αυτό φύτεψε γύρω στον κήπο του ένα φράχτη γεμάτο αγκάθια κι ολοκόκκινον από θαυμάσια τριαντάφυλλα.

Πέρασε με χίλιους συντρόφους του από φλόγα κι από καπνό, και πετάχτηκε στ' αψηλά, να βρη τη λευτεριά που η γης του αρνήθηκε. Βασιλιά μου και Βασιλόπουλο, να με συμπαθήστε που σας κράτησα τόσην ώρα. Δεν το είχα σκοπό να το κάμω τόσο μεγάλο το παραμύθι μου. Μα μπορούσε να είναι και μεγαλήτερο. Μπορούσε να είναι και παραμύθι που να δηγάται τετρακόσω χρόνων όνειρα, ελπίδες, πίκρες και βάσανα.

Μα όταν πια εκείνος την παρακαλούσε κ' επίμενε@ να μάθη και λυπότανε περισσότερο που δεν εμάθαινε παρά αν έμελλε να τα μάθη, του τα διηγιέται όλα· τους γαμπρούς, που ήτανε πολλοί και πλούσιοι· τους λόγους, που η Νάπη, σπουδάζοντας για το γάμο, έλεγε· πως δεν αρνήθηκε ο Δρύαντας, παρά ίσαμε τον τρύγο το είχε αφίσει.

Ένα πρωί θυμούμαι πως με ξάφνισε που τον είδα, εκεί που πήγαινα περίπατο, καθισμένον στο λιβάδι μ' ένα μπουκέτο άνθη στο χέρι. Τονέ ρώτησα αν ήθελε ναρθή μαζί μου στο πάρκο. Αυτό το δεχότανε πάντα μ' ευχαρίστηση και γι' αυτό με ξάφνισε όταν αυτή τη φορά το αρνήθηκε κατηγορηματικά. — Δε θέλεις ναρθής με τον μπαμπά, Σβεν; Με πείραξε σχεδόν και νόμισα πως είταν ιδιοτροπία.

Και έριξε στον άρρωστο ένα ασημένιο νόμισμα. Τότε άρχισε ένας συναγωνισμός ποιος θα προσφέρει τα περισσότερα στον καταδικασμένο να πεθάνει σύντομα. Τα νομίσματα έπεφταν βροχή πάνω στο δισάκι του έτσι που ο σύντροφος του ΄Εφις κιτρίνισε από το κακό του και η φωνή του έτρεμε από ζήλια. Το μεσημέρι αρνήθηκε να φάει, έπειτα σώπασε και φάνηκε να μελετάει κάτι σκοτεινό.

Φτάνει που πίστευε πως εκειό που έκανε ήταν και σωστό. Τώρα είπε ναρνηθή το θάμα και τ' αρνήθηκε. Δε θα βγη από το σπίτι του, δε θα πάη πουθενά, δε θέλει να ιδή τίποτα!... Η συγκίνηση όμως του λαού τον ανησύχησε. Όσο πρόβαινε η μέρα, τόσο βασανιζότανε. Δυο ψυχές και δυο εποχές πάλαιβαν μέσα του.

Πέταξε τιμές και τίτλους, αρνήθηκε ηδονές και χαρές, και παραδόθηκε στα βασιλικά του χρέη με ζήλο που θα είτανε σταλήθεια σωκρατικός, α δεν είτανε δανεισμένος από βιβλία. Μαζί με τάλλα τα καλά που αρνήθηκε είταν και το καλοφάγι. Περιορίστηκε σε λαχανικά, και με το ναπόφευγε κρέατα είχε, λένε, τόσο αλαφρό το στομάχι, που μπορούσε τρία διαφορετικά γράμματα σύγκαιρα να τα υπαγορεύη!

Να μεγαλώση, να την βρω 'ςτό ξέφωτο μια μέρα Να της ανοίξω την καρδιά και να τήνε φιλήσω ... Σήμερα που την εύρηκα ναρχέται από τη βρύσι Και της εγύρεψα φιλί 'ςτά μαύρα της τα μάτια, Εκείνη μου τ' αρνήθηκε, και μούπε αλλού να στρέψω, Γιατί την έχ' η μάνα της μικρούλ' αλλού ταμμένη ... Γι' αυτό θα πάρω τα βουνά, θα πάω να γίνω κλέφτης, Κ' εγώ, που την αγάπησα, εγώ θα να την πάρω.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν