Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025
Μονάχος τότε εκίνησα Το δεξί δρόμο πήρα, Να ιδώ, να ιδώ πούθελα βγη, Πούθελα καταντήσει. Και προχωρώντας έφθασα Σε μαρμαρένια βρύση, Κι' αντίκρυ της υψόνονταν Μια χρυσωμένη θύρα.
Ταγριεμένα τα κύματα; Τα θολωμένα τα βουνά αντίκρυ; Τις μπόρες που αρμενίζανε μακριά κ' έδεναν τη θάλασσα με τον ουρανό; Τίποτις απ' αυτά δεν κοίταζαν. Τα μάτια τους είτανε στηλωμένα σε δυο κατάρτια που στεκότανε μισογερμένα απάνω στα κύματα, μ' ανοιγμένα πανιά. Η γολέττα, η άγκουρά της, ταμπάρια της, όλα στο βάθος! Τα είχε καταπιωμένα η αχόρταγ' η θάλασσα. Είταν κι ο Καπετάν Μουσταφάς εκεί κάτω.
Και καθημερινώς η Χαδούλα επήγαινεν εις τας ειρκτάς, τας πρωινάς ώρας, κατά την έξοδον των φυλακισμένων, συνοδευομένη συνήθως από την Πορταΐταιναν, ήτις όμως εκάθητο αντικρύ της ειρκτής κ' επερίμενε, μη θέλουσα να ίδη κατά πρόσωπον τον φονέα.
Είχεν αναχωρήσει από βραδής, αφού ήναψε το κανδήλι του οικίσκου, αντικρύ, όπου έλαμπεν ο φεγγίτης, και δεν του είχεν αφήσει το κλειδί. Ώστε, δυστυχως, δεν ηδύνατο να τους περιποιηθή εις την οικίαν &του αφεντικού&. Ο επιστάτης ήτο νέος χωρικός λίαν βραχύσωμος, πρώην βοσκός, κομπορρήμων και φλύαρος.
Σ’ αυτόν λοιπόν, όσο γλωσσάς και να ’ναι, αντίκρυ έχει ταχθή, με αντρεία ψυχής, ο Πολυφόντης φύλακας άξιος μπιστεμού, με τη βοήθεια της Άρτεμης προστάτισσας και θεών των άλλων. Λέγε άλλον τώρα σ’ άλλες κληρωμένο πύλες. ΧΟΡΟΣ Ας πάη με τις φοβέρες του κι αυτός κι αστροπελέκι ας τον ποδίση πριν μεσ’ στα σπίτια μου χυμίση, και με περήφανο κοντάρι απ’ την παρθενική φωλιά μου μπορέση να με ξεπορτίση.
πούχε πενήντα μέσα του γιατάκια στην αράδα από πελεκητόπετρα, και του Πριάμου μέσα 245 οι γιοι πλαγιάζανε κοντά στα λατρεφτά τους τέρια· και για τις κόρες πάλε εκεί μες στην αβλή απ' αντίκρυ είταν ανώι και δώδεκα γιατάκια στην αράδα από πελεκητόπετρα, και του Πριάμου μέσα πλάγιαζαν οι γαμπροί κοντά στα λατρεφτά τους τέρια — 250 να! βγήκε ομπρός του η σπλαχνικιά μητέρα του, π' αγνάντια στης Λαοδίκης πάγαινε, της πιο όμορφής της κόρης, και πήγε τον αγκάλιασε και τούπε με λαχτάρα «Παιδί μου, τι ήρθες κι' άφηκες τη λύσσα του πολέμου; Αχ οι καταραμένοι οχτροί πολύ σας τυραγνούνε 255 γύρω στη χώρα, κι' η καρδιά εδώ σε στέλνει εσένα στο Δία, απάνου απ' το καστρί, τα χέρια να σηκώσεις.
Και μέσα ορμά απ' τους μπροστινούς χαλκόπλιστος, και στέκει σιμά του, θάλεγες ομπρός λαφίνα σε ζαρκάδι χαϊδέφτρα πρωτοβύζαχτη, πριν άγνωρη από γέννα· 5 έτσι σιμά του στάθηκε ο καστανός Μενέλας κρατώντας στο νεκρό μπροστά ασπίδα και κοντάρι, μ' απόφαση όπιος αντικρύ του βγει ναν τον σπαράξει.
Εκοιμάτο 'ς αυτό η μητέρα με τα δυο μικρότερά της παιδιά, ο καναπές, ούτε αυτός ημπορούσε να λείψη· εκοιμάτο 'ς αυτόν το μεγαλείτερο αγοράκι· και αντικρύ 'ς τη γωνιά, όπου υψηλά έκαιεν εμπρός εις το εικόνισμα η κανδήλα, ήτο το κρεβατάκι της Φρόσως. — Ξεύρεις, μητέρα, τι θα κάμωμε; είπ' εκείνη. Θα στήσωμε τον εργαλειό κάτω απ' το εικόνισμα. — Και συ πού θα κοιμάσαι;
Διελθόντες υπό τους φοίνικας της Βηθανίας, επλησίασαν εις τους συκεώνας του Βηθφαγή, μικρού προαστείου μεσημβρινώς και αντικρύ της Βηθανίας. Εις το χωρίον τούτο, ή εις άλλο εγγύς, ο Ιησούς απέστειλε δύο των μαθητών Του.
Και πρέπει όλα και παντού να είναι ωραία. Δ ώ ρ α. Τα ακριβά τα ασημικά! Να που θα προσέξη εκείνη! Ασήμι, χρυσάφι, διαμάντια. Αυτά θα της φαντάξουν. Τρέχα. Βάλε όλα τα δακτυλίδια και της αλυσίδες σου. Δανείσου αντίκρυ από την Κιρκασία τα πολύτιμα σερβίτσια της Μ α ρ ί α. Είσαι κακή, Δώρα. Δ ώ ρ α. Και συ μόνο καλλιτέχνις. Μ α ρ ί α. Ξεσκόνισε εκεί τη Μαγδαληνή μου· ξεσκέπασε και την εικόνα εκείνη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν