Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025
Οι γυναίκες, μάννα και νύφη, κάθισαν αντίκρυ σε σεντούκι απάνω, και μας μιλούσαν αυτές από μακριά. Είπα φαγεί, μα έπρεπε να το πω φαγοπότι, ή ποτοφάγι. Επειδή από την πρώτη δαγκαματιά άρχισε και το κέρασμα. Λαμπρό, μπρούσικο Κισαμιώτικο.
Αριστερά λόφοι κοιλάδες, και δάση γραφικώς εναλλάσσονται εις το βλέμμα. Αντικρύ ο γυμνός και άγριον μεγαλείον αποπνέων βράχος του Κάστρου, με τα δύο προ αυτού πετρώδη νησίδια, και πέραν πέλαγος αχανές, φωσφορίζον εις τας πρώτας ακτίνας του υποφώσκοντος ηλίου.
Ότε επί τέλους ανέβημεν εις τα περικλείοντα τον Κάμπον υψώματα και είδα μακρόθεν την πόλιν, εις δε τας υπωρείας των άντικρυ βουνών επροσπάθησα ν' ανιχνεύσω το σημείον όπου έκειτο ο Πύργος μας, ησθάνθην την καρδίαν μου συστελλομένην εντός του στήθους και τα γόνατά μου τρέμοντα.
— Ούτω και σε θα σε οδηγήσουν εις την πλατείαν της προκυμαίας, θα σε τοποθετήσουν αντικρύ εις απόσπασμα δέκα στρατιωτών, θα διαταχθή πυρ, και τότε μόνον θα λάβης την χάριν. Δεν είχα το δικαίωμα να σου το φανερώσω· αλλά σε το λέγω, διότι ο βασιλεύς δεν θέλει τον θάνατόν σου και ήτο κίνδυνος ν' αποθάνης εις τον δρόμον από την τρομάραν. Θάρρος λοιπόν.
— Κη πάντα καλώς ναρχήση, μπάρμπα-Γιώργη! Ο πάπ' Αγγελής δεν ηδυνήθη να μη γελάση, και οι άλλοι τον εμιμήθησαν. Ο Γιώργης τ' Παναγιώτ' μετεβίβασε την φλάσκαν εις τον αντικρύ του καθήμενον, τον Κούτρην, και ούτος έπιε χαιρετίσας διά βραχέων. Μετά την τρίτην δε περίοδον της φλάσκας, ουδεμίαν πλέον ησθάνετο αντιπάθειαν προς τον Γεώργην, αλλ' ηδελφώθησαν όλοι των.
— Δε με μέλει εμένα γι' αυτά, του εφώνησεν απ' αντικρύ ο βοσκός, αρχίσας να δυσφορή επί τη πολυλογία του φύλακος, όστις αόρατος όπισθεν του τοίχου, διά της πολεμίστρας βλέπων τον βοσκόν, ηυχαριστείτο να τον πειράζη, καπνίζων το βραχύ τσιμπούκι του, έχων αξώσεις δημογεροντικάς και τρέφων περιφρόνησιν προς το γένος των ποιμένων.
Κι' είχαν αντίκρυ συντυχιά στο κάστρο απάνου οι Τρώες 345 πυκνή χιλιόφωνη, μπροστά στου βασιλιά τον πύργο. Και πρώτος πιάνει ο γνωστικός Αντήνορας το λόγο «Ακούστε, Τρώες και βοηθοί, κι' ακούστε με, Δαρδάνοι, για να σας πω όσα μου ζητάει μέσα η καρδιά στα στήθια.
Όλα αυτά τα έβλεπες αντικρύ σου ως τελείαν εικόνα αριστοτέχνου αληθώς, εκείθεν της λίμνης από τον λευκόν οικίσκον του μπάρμπα-Κωνσταντή του Μιτζέλου, καθώς και από το ναυπηγείον, το οποίον εφαίνετο απέναντι, εντεύθεν της λίμνης.
Τότες απ' το Διομήδη πριν κανείς, κιας είταν τόσοι, δεν είπε ομπρός πως τράβηξε με τ' άφταστα άλογά του, πως το χαντάκι διάβηκε κι' αρχίνησε πελέκι, 255 Μον Τρώα αφτός πολύ πιο πριν σκοτώνει, τον Αγέλα, το γιο του Φράδμου. Τ' άλογα γυρνούσε αφτός να φύγει· σαν έστριψε όμως, τούμπηξε ανάμεσα στους διο ώμους — στην πλάτη — τ' όπλο, κι' αντικρύ τού τόβγαλε ως τα στήθια.
Αν είταν αληθινός, ή τουλάχιστο γνωστικός Τούρκος, η τρέλλα του θάπερνε τούρκικο δρόμο, θα πήγαινε αντίκρυ στο Μιναρέ, και θάλεγε, «Γραφτό σου είναι, Μιναρέ μου, να πέσης, ας γείνη του Προφήτη το θέλημα.» Μα ο Μεχμέτης ανησυχά, βασανίζεται, τα σίδερα τρώει, που θα πέση ο Μιναρές. Και τρέχει, κι όλο τρέχει να τονε γλυτώση. Όλο πάει να πέση, κι όλο τονε γλυτώνει. Ρωμιός πρέπει να είναι, του κάκου!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν