Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025
Έπειτα ήρθανε τα πράματα εκεί όπου είταν πριν. Το πρόβλημα όμως που με βασάνιζε: «Τι να είναι, τι να έχη;» έμεινε χωρίς απάντηση. Ωστόσο είμουνα ησυχότερος, αιστανόμουνα μετάνοια για τους στοχασμούς μου και περίμενα κιόλας κάποια λύση. Έπειτα από δυο μέρες βρήκα απάνω στο τραπέζι μου το ακόλουθο γράμμα.
Εγώ όμως κάθησα εκεί κ' αιστανόμουνα με τρόμο πως όλα είχανε σιγάσει. Το απόγεμα έφτασε ο Ούλοφ, και μαζί με τον πατέρα και τη μητέρα ήρθε από το πρώτο ταξίδι του στον κόσμο κοντά στο κρεββάτι, όπου είτανε ξαπλωμένος νεκρός ο μικρός αδερφός. Έκλαψε κει αντρικά κ' ήσυχα κι άμα γύρισε στην τραπεζαρία του έδειξε ο Σβάντε το δάχτυλό του.
Κ' ενώ αυτή η γυναίκεια τρυφερότητα με χάδευε σαν πνοή ευτυχίας ανέκφραστης, αιστανόμουνα ταυτόχρονα μια κεντιά μέσα μου: γιατί με ρώτησε γι' αυτό το πράμα; Πέρασε στο στοχασμό μου όλη η νιότη μας κι όλα χρόνια της αγάπης μας.
Βγαίνω όξω στη βεράντα κ' η μυρουδιά, που χύνει το αγιόκλημα, με χτυπά από το σκοτάδι στο πρόσωπο, η ίδια μυρουδιά που είτανε σκορπισμένη γύρω μου την ώρα που αιστανόμουνα να με σφίγγουνε τα δάχτυλα του παιδιού μου μ' όλη τη δύναμη του θανάτου. Όλα σβήσανε μέσα μου, όλα περάσανε. Συλλογίζουμαι κείνη που μόλις βγήκε αποδώ κι όλα όσα μέλλουνε να γίνουν.
Ταυτόχρονα όμως είδα πως η ιδέα αυτή γέμιζε τη γυναίκα μου με τόση μαγεία, ώστε δεν μπορούσα να πω όχι. Γι' αυτό είπα ναι και την έσφιξα στο στήθος μου για να κρύψω τη δυσθυμία μου. Όταν όμως γυρίζαμε στο σπίτι, σ' όλην την ύπαρξη της Έλσας είτανε χυμένο κάτι σα λάμψη νεανική. Δεν είχε νοήσει τίποτε από κείνο που αιστανόμουνα πραγματικά.
Λέξη όμως δε βγάζαμε κι όταν γυρνούσα προς το μέρος, όπου καθότανε η γυναίκα μου, αιστανόμουνα πως έκλαιγε, χωρίς να την ακούω. Πιο δυστυχισμένοι δε θα μπορούσαμε να είμαστε, αν ένας από μας ή κ' οι δυο είχαμε να κρύψουμε αναμεταξύ μας κάποιο σκοτεινό μυστικό. Κι όμως κ' οι δυο γνωρίζαμε πως τέτοιο δεν υπήρχε. Είσαι δυστυχισμένη μαζί μου, Έλσα; τη ρωτούσα.
Πόσο σπάραγμα δεν αιστανόμουνα μέσα μου, όταν περνούσα μόνος αλάκερο χειμώνα χωρίς ένα φιλί της μάννας, χωρίς ένα αγκάλιασμά της!
Ποτέ δε θέλησα ναλλάξης κάτι μέσα σου για χάρη μου. Την ιδέα αυτή σου την έδωσε η αγάπη σου κι όχι εγώ. Κοίταξε μπροστά της σα να ψηλαφούσαν οι στοχασμοί της να βρούνε κάτι στο μακρινό περασμένο. — Νομίζω πως εσύ ήθελες να γίνω σαν εσένα, είπε. — Ποτέ, απάντησα, ποτέ δεν πεθύμησα τέτοιο πράμα. Ήθελα να μπορούσα να μιλώ μαζί σου για όλα όσα στοχαζόμουνα κ' αιστανόμουνα.
Γιατί είχα δυσπιστήσει σ' αυτή, είχα δυσπιστήσει στην αγάπη της, αφού δεν άφινε να τη φέρω από τα θάνατο στη ζωή, για να ζήση μαζί μου. Τώρα έπαψε πια η αντίστασή της. Το αιστανόμουνα κάθε στιγμή που καθόμουνα κοντά της, σε κάθε λόγο που μου μιλούσε. Είτανε σαν η αρρώστεια να τα σάρωσε όλα μέσα της και σα να ξαναγύρισε η Έλσα καθαρισμένη κ' εξαγνισμένη.
— Αλήθεια; είπε. Με συγκίνησε τόσο το πως η γυναίκα μου πίστευε πως είχα λησμονήσει ή είμουνα στο δρόμο να λησμονήσω, ώστε ο πόνος μου ξέσπασε και δεν άκουγα και δεν έβλεπα άλλο τίποτε παρά εκείνο που αιστανόμουνα ο ίδιος και κείνο που με βασάνιζε. Της διηγήθηκα πόσο άχαρο μου φαίνεται τώρα το σπίτι μας, από τότε που έλειψε ο Σβεν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν