Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025
Πέρασε πρόπερσι ένας γέρος από δω, και τ' αφήκε. Δεν ήθελε να πη μήτε πούθε ήρθε, μήτε πού πήγαινε. Είταν αμίλητος κι ακόντευτος. Ξήγησε μόνο στον Ηγούμενο πως αυτά είναι τα χερόγραφά του, κι όποιος περαστικός επιθυμεί ας τα διαβάση, κι όποιος τα διαβάση από την αρχή ως το τέλος και του αρέσουν, μπορεί και να τα πάρη μαζί του. — Και δεν τα διάβασε κανένας ως τώρα; — Κανένας.
Αρχίσανε να μαλλώνουν κι αναμεταξύ τους. Αυτό ζητούσε κι ο Θεοδόσιος. Ήρθε η ώρα του να το λύση το ζήτημα. Βγαίνει λοιπόν και τους αγοράζει έναν έναν τους Αρχηγούς με δώρα και μ' αξιώματα, και τους παίρνει μέσα στον Αυτοκρατορικό το στρατό. Ένας τους τότες, ο Μοδάρης, τόσο πιστός έμεινε στον Αυτοκράτορα, που βγήκε ύστερα και χτύπησε τους πατριώτες του κ' έσφαξε ως τέσσερεις χιλιάδες τους.
ΗΡΑΚΛΗΣ Ω συ καρδιά μου, που έκαμες τόσα και τόσα ως τώρα και χέρι εσύ, ήρθε ο καιρός να δείξετε ποίος είναι εκείνος που εγέννησεν η Αλκμήνη από τον Δία κάτω από την Τίρυνθα, η κόρη του Ηλεκτρυόνος. Γιατί πρέπει να σώσω εγώ την δύστυχη γυναίκα που προ ολίγου επέθανε, και να την φέρω πάλι στο σπίτι της, στον Άδμητο, και χάρι να του κάμω.
Όχι να ζήσω μα και τρομάρα είχα μήπως χάσω άξαφνα τη ζωή και τ' αφήσω έρημα στο έλεος και την καταφρόνια του κόσμου. Έκανα τη νύχτα ημέρα. Όσο στέκει τ' αλόγου η ουρά κ' εγώ εστάθηκα. Σε πολλά η τύχη μου ήρθε κόντρα· κόντρα της εβγήκα κ' εγώ με τα όλα μου. Δεν είχα σκοπό να πισωπατήσω μηδέ τρίχα.
Δώδεκα 'μέρες πέρασαν, ούτ' ήρθε κι ούτ' εφάνη, ούτε και ξέρει ο άκαρδος αν ζούμε ή αν δε ζούμε, ούτ' έκρουσε την πόρτα μου δώδεκα 'μέρες τώρα. Ω! δίχως άλλο ο Έρωτάς κ' η πονηρή Αφροδίτη θα του σηκώσαν το μυαλό κ' έπιασεν άλλη αγάπη. Ταχυά θα πάω να τόνε βρω μονάχη στην παλαίστρα και θα του παραπονεθώ για όσα κακά μου κάνει. Τώρα μ' ευωδιαστούς καπνούς θε να του κάνω μάγια.
Δεν υπάρχει πράγματι και μια φόρμα, που τώρα η τέχνη μεταχειρίζεται, που να μη μας ήρθε από το κριτικό πνεύμα της Αλεξάνδρειας, όπου αυτές οι φόρμες εφευρέθηκαν ή έγιναν στερεότυπες και τελειοποιήθηκαν, όχι μονάχα γιατί εκεί το Ελληνικό πνεύμα έγινε πιο συνειδητό, — και πράγματι στο τέλος εξατμίσθηκε στο σκεπτικισμό και τη θεολογία, — αλλά και γιατί σ' αυτή την πόλη, κι όχι στην Αθήνα, αποτάθηκε η Ρώμη για τα μοντέλα της και με τη διάσωση της Λατινικής έζησαν τα γράμματα κ' οι Τέχνες.
Μα ίσως το έκαμα με την ελπίδα πως ίσια ίσια αυτή η προσπάθεια θα μ' έφερνε στο τέλος στην πεποίθηση για το αντίθετο. Η πεποίθηση αυτή δεν ήρθε ποτέ, με το πέρασμα όμως των χρόνων εκείνο που πίστευα για τη μελλόμενη ζωή έπαθε κάποια αλλαγή.
Η Ελπίδα με το κεφάλι σκυμμένο στη νεκρή φαινότανε βυθισμένη στους κόσμους τους δικούς της· ούτε πρόσεχε ούτε άκουε το λόγο. Ο Δημητράκης όμως είχε άλλες σκέψες. Από την ώρα που είδε στο κατώφλι τον Αριστόδημο εμάντεψε το σκοπό του· ο θυμός του άναψε. Δεν έφτανε που την πέθανε με τις αμυαλιές του· ήρθε και να την ρεζιλέψη!
Για πεντακόσια χρόνια 'Σ αυτά τα στειρολίθαρα, πώσο και αν έχουν χώμα Ταπόχτησανε τρώγοντας από τα κόκκαλά μας, Μάτι ποτέ δεν έκλεισεν ούτ' ένας Μουσουλμάνος Χωρίς να ιδή 'ς τον ύπνο του να λάμψη ένα τουφέκι Ή να σφυρίξη ένα σπαθί. Ήρθε 'ς το χτένι ο κόμπος, Θα ξεχωνιάσω αυτήν τη γη. Θα ιδώ 'ς τα σωθικά της Ποιος δαίμονας εφώλιασε.
Συνηθισμένος ο Μυλόρδος από τέτοια συστήματα, την παρεκάλεσε να μην κοπιάζη, μόνο ας τον αφήση μονάχο ώσπου νάρθη κι ο νοικοκύρης. Δεν έμεινε πολλήν ώρα μονάχος του ο Μυλόρδος, παρά πρι να προφτάση να ξεδιαλύνη αν τόνομα του χωριού είνε κι αυτό της αρχαιότητας απομεινάρι ή της σκλαβιάς απλό γέννημα, ήρθε ο Προεστός ο Αλεξαντράκης, και μαζί του κι ο Σφακιανός.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν