United States or Luxembourg ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήρθε όξω από το δωμάτιο και κόλλησε τ' αυτί της στον τοίχο. Ακούει. Ένας από τους πιστούς της παραφυλάει απ' όξω, γι' ασφάλεια. Ο Τριστάνος συγκεντρώνει της δυνάμεις του, σηκώνεται, στηρίζεται στον τοίχο. Ο Καερδέν κάθεται δίπλα του και κλαίνε μαζύ τρυφερά. Κλαίνε τη συντροφιά τους στ' άρματα, που τόσο γρήγωρα πήρε τέλος, τη μεγάλη φιλία τους, και της αγάπες τους. Κι' ο ένας θρηνεί για τον άλλο.

Έτσ' είπε· και ο Αχιλλεύς μάνισε, κ' η καρδιά του Στα στήθη του τα μαλλιαρά φαντάσθηκε δυω γνώμαις. Ή το σπαθί το κοφτερό απ' το μηρί να σύρη, Και να σκορπίση τους λοιπούς, να σφάξη τον Ατρείδη. Ή να κρατήση τον θυμόν, να παύση την ορμήν του. Ως που αυτά στοχάζουνταντον νουν, καιτην ψυχήν του Κι' απ' το θηκάρι σέρνουνταν το μέγα το σπαθί του, Η Αθηνά 'π' τον ουρανόν επρόφθασε, και ήρθε.

Σε λίγο έφτασε το ανηψίδι, με κρεμασμένα τα μούτρα: — Δεν ήρθε ο παπάς. — Βρε μίλα καλά. Άνοιξες τα στραβά σου να ιδής; είπε ο Μελαχροινός. — Δεν ήρθε, σου λέω. Όλοι οι επιβάτες βγήκανε στο μώλο. «Δεν είχαμε κανένα παπά μέσα», μου είπανε. Όλοι πάγωσαν. Η παπαδιά κέρωσε. — Ε! ίσως να μην πρόλαβε το βαπόρι, είπε πάλι ο Κυρ-Θανάσης. Ωστόσο θάχουμε γράμμα. Δε γίνεται.

Τα μέλη τούκανε αλαφράτα γόνατα τα πόδιακαι στο βραβεία ότι είτανε σε λίγο να χοιμήσουν, βλάφτει τον Αία η Αθηνά, και να! γλυστράει πατώντας σβουνιά χυμένα πούταν κει μουγκρόφωνων βοδιώνε, 775 πούσφαζε στου Πατρόκλου πριν ο άξιος Αχιλέας· και πέφτει, και του γιόμισαν σβουνιά το στόμα οι μύτες. Τότες αρπάει του γέρου ο γιος Λαέρτη την κροντήρα σαν ήρθε πρώτος· κι' έμεινε το βόδι για τον Αία.

Τέλος έγινε ανακωχή, και συφωνήθηκε να ξεκινήσουν και ν' ανταμωθούν Εθνικοί και Χριστιανοί σε κάποια πλατεία, με δίχως άρματα όμως, και νακούσουν την απόφαση του Θεοδοσίου που του την είχανε γυρέψει. Είταν η απόφαση φυσικά ενάντια για τους Εθνικούς. Σηκώθηκαν τότες αυτοί απελπισμένοι και τραβήχτηκαν. Ήρθε τώρα η ώρα του Θεοφίλου. Ίσια στο ναό, να γκρεμηστή και καλά.

Και νά, στερνός τούς ήρθε τ' Ατριά κι' ο πρωταφέντης γιος, ο βασιλιά Αγαμέμνος, τι είχε πληγή· γιατί κι' αφτόν στο πόδι είχε λαβώσει ο Κόνας, τ' Αντηνόρου ο γιος, όταν βαστούσε η μάχη.

Α! ποιος θάβανε ποτέ με το νου του τέτοια προδοσία. Τη νύχτα, σαν απόφαγε ο Βασιλιάς και οι άνθρωποι του κοιμήθηκαν στην αίθουσα που ήτανε κολλητά στη δική του, ο Τριστάνος, κατά τη συνήθειά του, ήρθε στο δωμάτιο του Βασιληά Μάρκου. «Ωραίε ανηψιέ, κάνετε το θέλημά μου: την αυγή θα καβαλήστε και θα πάτε στο Καρδουέλ αυτή την επιστολή στο Βασιληά Αρθούρο, να την ανοίξη μπροστά σας.

Κατόπι με σφουγγάρι τα διο του χέρια ολόγυρα ξεπλαίνει και την όψη, το σνίχι το βασταγερό, τα δασωμένα στήθια. 415 Και ντύθη, πήρε ένα παχύ ραβδί και τράβηξ' όξω, κι' ήρθε σε λίγο εκεί κοντά που κάθουνταν η Θέτη 422 στο λαμπροσκάλιστο θρονί.

Σάμπως ήρθαν οι Τούρκοι, οι Βενετζιάνοι εμπήκαν στα κάτεργα και αφήσαν εμάς τους δύστυχους. Και ο Καπετάν Κούρμας με τετρακόσους εβγήκε και τους ετζάκισε σε τέσσεραις πάνταις. Ήρθε και ο Φιλόθεος που ο Καπετάν γκενεράλες τον είχε μαζή του, γιατί είχε υπόληψι και στίμα και ακουόνταν απ' όλους τους Ρουμελιώταις και έκαμαν με τον Καπετάν Κούρμα βουλή να πάρουνε και το Ζητούνι.

ΜΗΤΗΡ. Ετρελλάθηκες, παιδί μου Φίλιννα, ή τι έπαθες εις την χθεσινήν διασκέδασιν; Ο Δίφιλος ήρθε και μ' ευρήκε πρωί πρωί και με δάκρυα μου διηγήθη όσα του έκαμες.