United States or Togo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μέσα εις τας φήμας αυτάς ήρθε να προσθέση και τας ιδικάς του οπτασίας ο γέρω-Γιωργός ο Κοψιδάκης, ένας κοντός και κυφός βοσκός, γνωστός εις την νήσον διά τας πολλάς οπτασίας και αποκαλύψεις του.

Εκκλησιάστηκαν οι Κοζάκοι για πρώτη φορά στη Μητρόπολη με μεγάλη παράταξη και με βάρδια στην πόρτα της εκκλησιάς. 1861, Θερτή 18 , μέρα Κυριακή, των Αγίων Πάντων. Εφάνηκε κομήτης στον ουρανό και την άλλη μέρα ήρθε χαμπέρι από την Πόλη ότι έγεινε Σουλτάνος ο Αβδούλ Αζίζ Χαν. 1861, Τρυητή 14 . Έγεινε δοξολογία για την αποτυχία της δολοφονίας της Βασίλισσας της Ελλάδος Αμαλίας.

Το γαμπρό σου τον Αγάλλο; . . . Πώς! δεν ήρθε; .. Θα ηύρε πουθενά τη μοίρα του πάλι . . . Ίσως να τον ωνείρεψε να πάη πουθενά ναυρή τίποτα γρόσια, και του είπε να πάη νύχτα, για να μη τον ιδή κανείς . . . Ή τίποτα στοιχειά θα ηύρε στο δρόμο κ' έπιασε κουβέντα μαζί τους, κ' εξέχασε . . .

Μου φερνότανε, όπως δε μου φέρθηκε ποτέ από την ημέρα, που βάλαμε το Σβεν ναναπαυτή. Είταν ακόμα αδύνατη και δεν μπορούσε να μιλά πολύ. Μπορούσε όμως νακούη ό,τι της έλεγα. Ήξερε πως ήρθε η άνοιξη και χαιρότανε για τανοιξιάτικα άνθη, που είτανε στο τραπέζι της. — Τι ευτυχισμένοι που σταθήκαμε, Γιώργο, είπε. Τι ευτυχισμένοι που σταθήκαμε. Πρόφερε τα λόγια αυτά με τον τόνο του πιο μεγάλου πόνου.

Ο Έφις κοίταζε, γονατιστός σαν να προσκυνούσε. Ήπιε κι εκείνος και του ήρθε να κλάψει. Οι μέλισσες κάθισαν επάνω στη νεροκολοκύθα. Ο Τζατσίντο έκοψε το βλαστό μιας βρώμης που βρισκόταν ανάμεσα στα διπλωμένα του πόδια και κοιτάζοντας καταγής ρώτησε: «Πώς ζούνε οι θείες μουΕίχε φτάσει η στιγμή των αποκαλύψεων.

Ο Μίμης δεν ήρθε- -Η Λιόλια πήγαινε πιο πίσω με τη θεια Ελέγκω, που τα γέρικα της μάτια είχανε γίνει σαν κόκκινες σταφίδες απ’ τα κλάματα για τη Βεργινίτσα της που την είχε σαν παιδί της. Δε σηκώνει το χέρι της να βοηθήση σε τίποτα.

Η αλήθεια είνε πως ερχόταν ολόρθο στα κύματα. Μπροστά του ένα φως τρανό του φώτιζε το δρόμο. Έλαμπε το φως· μα πιο πολύ έλαμπε το τίμιο το ξύλο. Περίγυρα το πέλαγο απέραντο και μελαψό ανάδευε με σύγκρυο. Ήρθε το κόνισμα και στάθηκα σιγά στον άμμο, κρύφτηκα σε μια βουρλιά. Και το φως κοντά του παραμόνευε. Κάποιο καλογεράκι σύρθηκε απάνω του και γνώρισε το θάμα.

Εκείνες τις ημέρες εβγήκε λόγος στην Κρασόσκαλα πως ένας Σπετσώτης καπετάνιος ναυτολογεί για τη Μαύρη Θάλασσα. Η αλήθεια είνε πως εγώ το άκουσα τελευταίος. Ο ταβερνάρης που μ' επίστωνε ήρθε ένα βράδυ και μου λέγει στο αυτί: — Πάρε το καρτάκι για χαρτζιλίκι και τράβα στο Μπουγιούκδερε. Γύρεψε το μπαρκομπέστια του καπετάν Μπισμάνη κ' έμπα μέσα. Αυγή χαράματα σαλπάρετε για τη Μαύρη Θάλασσα.

&1880, Φλεβαριού 27&, έπεσε η μονέδα της Τουρκιάς. Το μετζίτι από γρόσια 23 ήρθε 19. &1880, Αυγούστου 1&. Ο Κ. Τσακμάκης και Β. Παπά Κρεμύδας κατηγορήθηκαν για επαναστάτες και τους έκαμαν σουργούνι για την Πόλη. &1881, Απρίλης μήνας&, και έπεσε χιόνι στες κορφές των βουνών.

Ο καθηγητής μιλούσε σιγά σα να δυσκολευότανε να προφέρη κάθε λέξη. Δεν αιστανόμουν άλλο τίποτε παρά πως ήρθε το αναπόφευχτο και πως έπρεπε να γκαρδιωθώ για να μπορέσω να το υποφέρω.