Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025
Με συμπάθειο, σαδίκησα· δεν είσαι συ από κείνους· μήτε λύκος δεν είσαι, μα μήτε όρνιο, μήτε και διάβολος. Ταίρι δεν έχεις εσύ. Εσύ, όταν ο Πλάστης κατέβασε στη γης τανθρώπινο γένος, μαζί του δεν ήρθες. Αν κατοικούσες εδώ από τότες, ρουθούνι δε θα μας έμενε! Αιώνες κ' αιώνες κατόπι μας ήρθες εσύ, Κύριος οίδε από τι αμαρτίες μας!
Και τότες πια οι Αργίτες όξω απ' τους χτύπους το νεκρό τραβούν ξαλαφρωμένοι και τον πλαγιάζουν σε ψαθί. Κι' οι φίλοι του θρηνώντας τον τριγυρνούν, και πίσω ο γιος περπάταε του Πηλέα κι' έχυνε δάκρια πύρινα, σαν είδε απάς στο ξύλο 235 στρωμένο κονταρόσφαχτο το μπιστεμένο βλάμη. Αχ ναι μ' αμάξια κι' άλογα τον έστειλε στη μάχη, μα δεν τ' αξιώθηκε να πει το καλώς ήρθες πάλι.
Εσύ είσαι δέντρο που φυσικό του είναι στη σαπίλλα να φυτρώνη και να θεριεύη. Άμα το μυρίστηκες πως μας έπιασε η σαπίλλα, ήρθες και ριζοβόλησες μέσα μας. Στόνειρό σου δεν τοβλεπες τέτοιο μεγάλο καλό, τόσον πλούτο, τόση θροφή. Ξαπλώθηκαν, ξαπλώθηκαν τα βαθοΐσκια κλωνιά σου, ώσπου τη σκέπασαν όλη τη Ρωμιοσύνη. Είναι αλήθεια πως έπεσ' έν' αξίνι από το δυτικό σου πλευρό, και σου κομμάτιασ' ένα κλαδί.
Θυμάσαι τότε που ήρθες στο Μύλο και σε ρώτησα πού πήγαινες; Κι εσύ απάντησες: σ’ ένα ωραίο μέρος. Δεν το θυμάσαι; Άνοιξε τα μάτια, κοίταξέ με. Πού πήγες;…» Ο Έφις άρχισε πάλι να αισθάνεται άσχημα. Άνοιξε για μια στιγμή τα μάτια, τα ξανάκλεισε∙ ήταν κιόλας βαριά τα βλέφαρά του από τον ύπνο του θανάτου.
— Αν ήρθες να κλάψης εδώ, τον αποπήρε πάλι η Παυλίνα, δε διάλεξες καλά. Τράβα το δρόμο σου και κλαίγε μοναχός σου... — Άκουσέ με, καλή μου κοπέλλα, ξαναείπε ο ξένος. Δυο λόγια έχω ακόμα να σου πω. Μέσα στην καλύβα, που ξεψύχησε δίπλα μου, ο άμοιρος, μούδωκε τα στερνά του χαιρετίσματα, ορκίζοντάς με να τα φέρω στην καλή του. Και μου' δωκε κ' ένα φυλακτό, που το είχε κρεμασμένο στο λαιμό του.
Να τον πιάση τεταρταίος πυρετός, να πάη στο διάβολο! Να τον θερίση η πανούκλα! Αν τον είχα στα χέρια μου αυτό το σκυλορράφτη, αυτό τον μπερμπαντορράφτη θα τον.. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Α! ήρθες επί τέλους! ήμουν πολύ θυμωμένος μαζί σου. ΡΑΦΤΗΣ Ήταν αδύνατο νάρθω γρηγορώτερα, είχα βάλει είκοσι καλφάδες για το φόρεμά σας.
ΑΔΜΗΤΟΣ Ούτε εγώ σ' εκάλεσα να έλθης στην κηδεία ούτε που ήρθες χαίρομαι. Να πάρης και τα δώρα που έφερες, γιατί σ' αυτήν εγώ δεν θα τα βάλω. Για να ταφή, απ' τα δώρα σου ανάγκη αυτή δεν έχει. Τότε έπρεπε να λυπηθής, όταν εγώ εχανόμουν.
Όταν συνήλθε με τράβηξε κοντά του. «Αγαπημένε μου ανιψιέ», μου είπε αγκαλιάζοντάς με, «ήρθες σε μένα να πάρεις την θέση του, και θα κάνω ότι περνά από το χέρι μου να ξεχάσω ότι είχα ποτέ ένα γιό που μπορούσε να φερθεί με τέτοιο απαίσιο τρόπο.» Μετά γύρισε και ανέβηκε την σκάλα.
Ήρθες κ' έπιασες το χέρι μου και κάθησες κοντά μου και δεν αιστάνθηκα πως είμαι ευτυχισμένη όπως άλλοτε. Γιατί ήξερα πως καθημερινά στοχαζόμουνα πως μπορούσα να πεθάνω και να χωριστώ από σένα. Ήθελα να το κάμω μόνη μου, Γιώργο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν