Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025
Και όμως πάντοτε η περιέργεια θ' αγρυπνή και θα παραφυλάττη. — Τον ξεκάκιωσε πάλι η Μιλάχρω! Ηκούσθη μία φωνή. — Ο Θεός να σε φυλάη, παιδί μ', εψιθύρισεν άλλη, μήτηρ αύτη, να μη πέσης σε τέτοια χέρια! — Την έψησε την κακομοίρα χειρότερα από τον φούρνον της, ηκούσθη άλλη παρατήρησις. Και η Μιλάχρω έσπευδε. — Γιατί δεν τα θέλουν, παιδί μου, τα κορίτσια! είπεν άλλη μετά πικρίας.
— Εκείνα που λες, ήταν πάθια δικά μου, διώρθωσε φιλαλήθης η Μαρουσώ. Έψησε τον καφέν και τον εκένωσε. — Ο αφέντης μου, όπου είναι, θάρθη . . . Πιε τον καφέ σου. Βούτηξε και το ψωμάκι, προσέθηκε κόπτουσα μεγάλην φέταν ψωμίου. Η γραία άρχισε να βουτά το ψωμί και να το μασά χωρίς όρεξιν. — Πολύ καλό νάχης, έλεγε.
Ήρθεν η Κυριακή· άρχισε το Χριστός βοσκρέσια. Χριστός ανέστη κ' εμείς. Ο καπετάνιος έψησε το αρνί, μας εμοίρασε από έν' αυγό, μας έδωκε λίγο κρασί. Ήταν ημέρα ομιχλωμένη και ζεστή από εκείνες που βλέπουν συχνά τ' άγρια λιμάνια. Δεξιά οι τελευταίες ποδιές του Καυκάσου, ένα βουνό που χύνει στους θυμούς του φοβερόν ανεμοστρόβιλο, τόρα επλάγιαζε ήμερο, σαν λέοντας προστατευτικά κυτάζοντας τα πέλαγα.
Ο Αστυάγης όμως, άμα έφθασεν ο υιός του Αρπάγου, τον έσφαξε, τον κατέκοψεν εις τεμάχια, έψησε τα μεν, έβρασε τα άλλα και περιέμενεν έχων τα πάντα έτοιμα.
ΖΕΥΣ. Ο Απόλλων, Κυνίσκε, είχε κάποιαν αφορμήν να είνε θυμωμένος κατά του Κροίσου, διότι απεπειράθη να τον απατήση και του έψησε συγχρόνως κρέατα αμνού και χελώνης. ΚΥΝ. Έπρεπε να μη θυμώνη αφού είνε θεός• αλλά και διότι εξηπατήθη ο Λυδός υπό του χρησμού ήτο πεπρωμένον, νομίζω, και διά να μη εννοήση σαφώς τα μέλλοντα η Ειμαρμένη το είχε προαποφασίση• ώστε και η μαντική σας είνε έργον εκείνης.
Τότε ο Ήφαιστος—διότι έτυχε να ευρίσκεται κάπου εκεί πλησίον—έφερεν όλον το πυρ το οποίον είχε και όσον ευρίσκεται εις την Αίτναν και αλλαχού και το έρριψεν επάνω μου• και έκαυσε τας πτελέας και τας μυρίκας, έψησε δε και τους δυστυχείς ιχθύς και εγχέλεις εμέ δε έκαμε να κοχλάσω και παρ' ολίγον να με αποξηράνη όλον. Βλέπεις δε εις ποίαν κατάστασιν είμαι από τα εγκαύματα.
Έψησε καφέ διά τον Φάλκον της, τον καλομαθημένον, είτα εμαγείρευσε φαγητόν από τομάτες και κρόμμυα με λάδι. Αφού έφαγαν, εκλείσθησαν εις τον οικίσκον διά να κοιμηθούν. Η Μαχώ ήτον κουρασμένη, και δεν άργησε ν' αποκοιμηθή. Ο Φάλκος όμως έκαμε τον ψόφιον κατ' αρχάς κι' άρχισε να ροχαλίζη. Άμα ενόησεν ότι η μητέρα του είχεν αποκοιμηθή, εσηκώθη, κι' άνοιξε την πόρταν.
Τότε απαντάει τ' Ατρέα ο γιος, ο πρωταφέντης τ' Άργους «Ω γέρο, του Νηλέα γιε, των Αχαιών καμάρι, τον Αγαμέμνο εδώ θωράς, π' απ' όλους πέρα ως πέρα πιότερο ο Δίας μ' έψησε και θα με ψήσει ακόμα, όσο μου μένει ανασασμός και στέκουμαι στα πόδια. 90 Γυρνώ έτσι, τι στα μάτια μου γλυκός δεν κάθεται ύπνος, που ο πόλεμος μ' ανησυχεί και του στρατού τα πάθια.
Είπε και με την ζώστρα του συσφίγγει τον χιτώνα, προς τα μανδριά πορεύεται, 'που εκλειούσαν χοίρων πλήθη, σηκόνει δύο, σφάζει τους κ' ευθύς τους καψαλίζει, και αφού καλά τους λιάνισε 'ς ταις σούβλαις τους περνάει, 75 και άμα τα κρέατ' έψησε τα φέρει του Οδυσσέα, ζεστά ζεστά μες τα σουβλιά, κ' επάνω τ' αλευρόνει, και εις καυκί μέσα συγκερνά κρασί γλυκύ σαν μέλι, και αντικρυνά του κάθεται και τον παρακινάει• «Ω ξένε, τρώγε απ' το φαγί το χοίρινο, των δούλων, 80 και τα θρεφτάρια ολόπαχα τα ευφραίνονται οι μνηστήρες, 'π' ούτ' έλεος έχουν 'ς την ψυχήν ούτε της δίκης φόβο• πλην τ' άνομ' έργα οι μάκαρες θεοί δεν αγαπούσι, αλλά τα δίκαια και χρηστά τιμούν των θνητών έργα. και οπόταν άνδρες άρπαγαις, κακόπρακτοι, πατήσουν 85 εις ξένον τόπον και εις αυτούς λάφυρα δώση ο Δίας, άμα φορτώσουν, σπουδακτά γυρίζουν 'ς την πατρίδα, ότι κ' εκείνων εις τον νου της δίκης πέφτει τρόμος. πλην τούτοι κάπως θα 'μαθαν, θεού φωνή τους είπε, το τέλος του, αφού δίκαια δεν θέλουν να μνηστεύουν, 90 ουδέ να γύρουν σπίτι τους, αλλ' ήσυχα του φθείρουν δυναστικώς τα πλούτη του χωρίς να τα λυπούνται. τι κάθε ημέρα του Διός, όσαις και αν έχη ο χρόνος, ένα ποτέ δεν σφάζουσι σφακτόν ή δύο μόνα• και άφθονα βγάζουν το κρασί και το ρουφούν οι αυθάδεις. 95 ότ' είχε βιόν αμίλητον, όσον δεν είχεν άλλος ήρωας 'ς την μαύρη στερεάν, αλλ' ούτε 'ς την Ιθάκη. κ' είκοσι ανδρών ολόκληρα και αν ενωθούν τα πλούτη τόσα δεν είναι• τώρα εγώ να σου τ' απαριθμήσω• δώδεκ' αγέλαις 'ς την στερηά, τόσαις κοπαίς προβάτων, 100 και τόσαις χοίρων, και γιδιών τόσα πλατειά κοπάδια, του βόσκουν ξένοι μισθωτοί ποιμένες και δικοί του. κ' εδώ 'ς την άκρην ύστερη γιδιών πλατειά κοπάδια ένδεκα βόσκουν, και άνθρωποι καλοί τα επιστατούσι. καθένας πάντοτε απ' αυτούς καθημερνά τους φέρει 105 από τα ερίφια τα παχειά το εξαίρετο, το πρώτο. κ' εγώ πάλ' είμαι φύλακας των χοίρων οπού βλέπεις, και το θρεφτάρι το καλό διαλέγω και τους στέλνω».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν