Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025
Καθώς έκλεινε τα μάτια της, λίγες τρίχες απ' τα μαλλιά της, πούχανε ξεφύγει στα μελίγγια της, γυαλίσανε παράξενα στο φως της λάμπας. Ήτανε κάτασπρες σαν το ασήμι. Έσφιξε τα μάτια της περισσότερο. Μα και στο σκοτάδι των ματιών της δυο άσπρες κλωνές σαλέβανε ακόμα λυπητερά. Σηκώθηκε και πήγε να κοιμηθή. Πρώτη φορά έννοιωθε πως τα πόδια της δεν τη βαστούσανε καλά.
Το καταπέτασμα του ναού — το αδιαπέραστο καταπέτασμα — σχίζεται από πάνω ίσαμε κάτω κ' εκείνο το φοβερό απομονωτήριο, που έκλεινε τα Εβραϊκά μυστήρια — τη μοιραία Κιβωτό με τις τράπεζες και την Επτάφωτη λυχνία — ξεσκεπάζεται κάτω από το φως υπερφυσικής φλόγας στο πλήθος που απομακρύνθη από το Θεό! »Ο Rembrandt ποτέ δεν εζωγράφισε με χρώματα αυτό το σκίτσο κ' είχε πολύ δίκηο.
Έβλεπε τον κόλπο ναπλώνεται σε μιαν ατέλειωτη γλαυκότητα και κει που έκλεινε στην άκρη του νησιού τρέμανε καθρεφτισμένες στο κύμα του οι φωτεινές σημύδες, οι σκοτεινόχρωμες βελανιδιές και τα έλατα, που σημαδευόντανε σχεδόν μαύρα στο νερό. Πόσες φορές μου ιστορούσε την καθαρότητα, που είχανε τα οράματα ή οι ανάμνησες αυτές, που είτανε τόσο χαραχτηριστικά της!
Αφτούς αν πιάσουμε τους διο, ολπίζω τους Αργίτες 196 αφτή τη νύχτα στα γοργά πως θαν τους κλείσω πλοία.» Κι' αφτοί, όσο ο τράφος έκλεινε απ' το τειχί ως στα πλοία, 213 πεζούρα αντάμα γιόμισε κι' αμάξα, που εκεί μέσα στρυμώνουνταν, κι' ο Έχτορας τους στρύμωνε, παρόμιος 215 μ' Άρη γοργό, όταν τούδωκε τη νίκη ο γιος του Κρόνου.
Αυτό κιόλας το έκανε συχνά, αν κι ο Σβεν θα έκλεινε σε λίγο τα έξι χρόνια και σε σοβαρότερες περίστασες τονέ λέγαμε μεγάλο αγόρι. Πόση ώρα περνούσε όταν τον έβαζε μόνη της να κοιμηθή! Πόσο αλαφρά κι απαλά τον έγδυνε, πόσο προφυλαχτικά του έπλενε το μικρό κορμάκι, πόσο μαλακά το σκούπιζε κι όταν έπειτα έπρεπε να φορεθή το μακρύ νυχτικό, άρχιζε το παιγνίδι.
Περνώντας μπροστά από το σπίτι του ντον Πρέντου φώναξε τη Στεφάνα και της είπε ότι έπρεπε να φύγει για δικές του δουλειές και ότι δεν ήξερε πότε θα γυρίσει. «Πες μου τουλάχιστον πού πας.» «Στο Νούορο.» Δυο μέρες του πήρε μέχρι που να φτάσει στο Νούορο. Ανηφόριζε σιγά σιγά, με σύντομα διαλείμματα, πέφτοντας στην άκρη του δρόμου όταν κουραζόταν. Έκλεινε τα μάτια, αλλά δεν κοιμόταν.
Είμουνα εγώ το βασιλόπουλο που έπρεπε ν' ανοίξω τον πύργο που έκλεινε μέσα τη χαρά. Είμουνα εγώ το παλληκάρι που έμαθα να κάνω το καλό ως και στα μικρούλια τα μερμήγκια, και που προσμένω την πλερωμή τους μια μέρα, σα θα τα χρειαστώ για το τρανό στοίχημα της Πεντάμορφης του κόσμου.
Να εμάλωναν πάλι αναμεταξύ τους άλλοι, το Βλαχογιώργο θάστελνε για να τους κάμη ζάπι. Έτρεχε αφτός αμέσως. Εκορδονότανε· εσειόταν κ' ελυγιόταν. Έμπαινε στο προάβλιο, έπαιρνε τα κλειδιά, άνοιγε τα δωμάτια. Έβγαζε όξω όσους ήθελε να σωφρονίση· έκλεινε πάλι.
— Θέλεις τίποτε, Γιώργη μου, Λίγο νεράκι να βρέξης ταχείλι σου; Πες μου, Γιώργη μου. — Τίποτα! Άσε με να ησυχάσω... Έκλεινε τα μάτια του κ' έπεφτε σε βύθος. Το στήθος του τότε ανεβοκατέβαινε σα φυσαρμόνικα, το κορμί του σπαραζότανε, τα χέρια του τινάζονταν όξω απ' τα παπλώματα. Έπειτα τον έπιανε το παραμιλητό. Λόγια, ονόματα, φωνές χωρίς νόημα.
Φυσικά η μαμά δεν μπορούσε ναντισταθή. Και ποτέ του δεν είτανε τόσο ευχαριστημένος ο Σβεν. Έγερνε κει το κεφάλι στο χέρι της μαμάς, έκλεινε πάλι τα μάτια κ' έμενε ήσυχος και σιωπηλός όσο που άρχιζε να ξαναβρίσκη τη δύναμη του. Τότε σηκωνότανε πάλι, πριν όμως σηκωθή, κοίταζε τη μαμά με τα παράξενα μάτια του: — Μην το πης του μπαμπά. — Δεν το λέω· μα γιατί; έλεγε η μαμά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν