Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025
Έτσι έγινε και μ’ εμένα, οι συγγενείς μου, αφού είδαν ότι δεν έχω το φως μου, μ’ έγδυσαν όπως ο άνεμος γδύνει ένα δέντρο το φθινόπωρο.» Ο κόσμος έφυγε γρήγορα και οι δυο άντρες έμειναν πάλι μόνοι μέσα στη θλίψη του έρημου τόπου.
Κ' η Χλόη, επειδή δεν ήξερε τις πονηριές του ερωτευμένου, χαρούμενη έπαιρνε τα δώρα, κ' έχαιρε περισσότερο που τα είχε για να τα χαρίζη αυτή του Δάφνη· κ' επειδή έπρεπε πια να μάθη κι' ο Δάφνης τα έργα του έρωτα, έστησε φιλονεικία ο Δόρκωνας μ' αυτόν ποιος είναι ομορφότερος κ έγινε κριτής η Χλόη· και βραβείο για το νικητή ήτανε να φιλήση τη Χλόη· και πρώτος ο Δόρκωνας τέτοια έλεγε: 16. — Εγώ, παρθένα, είμαι μεγαλείτερος από το Δάφνη· εγώ είμαι γελαδάρης κι αυτός γιδάρης· μα είμαι και τόσο καλλίτερός του όσο είναι τα βώδια από τα γίδια· είμαι κι άσπρος σαν το γάλα και ξανθός σαν το στάρι που θα το θερίσουν· εμένα με ανάθρεψε μητέρα κι όχι αγρίμι.
Η Ρηγινιώ εσκέφθη να διερευνίση πάλιν και να εκμεταλλευθή το μίσος του υιού της κατά του Τερερέ και του Στρατή και, διά να τον συγκινήση υπέρ της Πηγής, του διηγήθη όσα υπέφερεν η δυστυχής κόρη χάριν αυτού. Τωόντι δε οι λόγοι της Σαϊτονικολίνας δεν έμειναν χωρίς αποτέλεσμα. Ο Μανώλης έγινε σύννους και εψιθύρισε λόγους απειλητικούς κατά του Τερερέ και του Στρατή.
― «Ναι, τέτοιο είναι του Μπάμπουρα ή Φλάμπουρα το σπίτι, στο Μελένικο. Το είδα· λεν πως είναι 500 χρόνων». ― «Οι δρόμοι αυτοί είναι οι ίδιοι των Βυζαντινών. Οι Τούρκοι δεν τους έχουν αλλάξει. Αυτός όμως ο μεγάλος δρόμος· του Φαναριού, βλέπετε, είναι έξω από τα τείχη· πριν ήταν θάλασσα εδώ· ύστερα έγινε και ο δρόμος και τα σπίτια τούτα.
Μα βλέπεις στο μεταξύ έγινε το Μονοπωλείο, και έκλεισαν όλα τα καπνάδικα του κόσμου, και άφηκαν τόσους ανθρώπους χωρίς δουλειά. Και ο Κιαμήλης μου, άφησε που εζήμιωσε τόσο, μόνον έμεινε και αργός.
Σώπασαν όλες και κρυφοχαμογελούσανε βλέποντας η μια την άλλη μαριόλικα, καθώς είδαν την Ασήμω κι αντιδιάβαινε. Εκείνη όμως, ταυτί της τώρα δεν έδρωνε. Ένα μαζί τους έτοιμη να παραβγή κ' η Ασήμω στα ξεφωνητά και στα γέλοια. — Μπα! Τάχατες πρωταπριλιάτικη μας την έπαιζες χειμωνιάτικο τις προάλλες, και μας βγαίνεις έτσι ξένοιαστη τώρα, σα να μην έγινε τίποτις; της λέει μια από τις πιο γνώριμές της.
Την είδα να κλείνη πίσω της την πόρτα, κ' έμεινα όπως είμουνα καθισμένος κ' είχα το συναίστημα πως όλα όσα έζησα μαζί της είτανε πεθαμένα και χαμένα και πως τώρα θα μας άφινε. Ένοιωσα πως αν δεν το έκαμε, αυτό δεν έγινε χάρη μου, μα χάρη του μικρού με τα χρυσά μαλλιά και τα παράξενα παιδικά μάτια, του μικρού αγγέλου της, που ήρθε και την έδεσε με τη ζωή.
Ενώ το να πάθη αδικίαν δεν είναι, εις την εξουσίαν του, αλλά πρέπει να υπάρχη εκείνος που αδικεί. Και λοιπόν έγινε φανερόν ότι η πάθησις της αδικίας δεν είναι εκουσία.
Μα όταν εμπήκε στον Βόσπορο έψαξε όλα τα λιμάνια, εγύρισε τους κόρφους, ερώτησε όλους τους βαρκάρηδες, τους πιλότους, ακόμη τους κουμπάρους και τις κουμπάρες, αλλά τίποτα δεν είπαν για τον «Αρχάγγελο». Τι να έγινε; Εφυλάχθηκε πουθενά; επρόφτασε να ορθοπλωρίση κ' εκείνος ή έπεσε απάνω στους βράχους; Και αν ετσακίσθηκε το μπάρκο εσώθηκαν τουλάχιστον τ' αδέρφια του; Όλο τέτοια συλλογίζεται κ' έχει συγνεφωμένο το μέτωπο, τρέμουλο έχει στην καρδιά.
Έγινα υπομονετικός και δεν περίμενα να γυρίση τόσο γλήγορα τους στοχασμούς της από κείνον, που χάθηκε, σε μας, που μας είχε ακόμα. Έτσι μου έδειχνε περσότερη εμπιστοσύνη κ' έγινε ειλικρινέστερη μαζί μου. Το ταξίδι όμως γλυστρούσε σιμά μας, σα να είτανε μόνο φανταστικά όλα όσα βλέπαμε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν