Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Ιουνίου 2025
Τα μάτια της τ' αμυγδαλωτά και μαύρα μου έδιναν υπόσχεσι να με φέρουν σε μια κοιτίδα ήσυχη, ευτυχισμένη, ακούνητη· και ο κόρφος της σε κόρφους άλλους πλέον γαληνεμένους και αμμόστρωτους, να δέση ο ναύτης άφοβα τη βαρκούλα του.
Μέσα στις πυκνές τις λαγκαδιές ήτανε το λημέρι του. Μα το βασιλόπουλο ήτανε καιρός τώρα που δεν είχε ρίξει τουφεκιά στο λόγγο. Οι πέρδικες πετούσανε άφοβα σιμά του, τα κοτσύφια του σφυρίζανε απάνω απ' το κεφάλι του, και τα μικρόπουλα μέσα στις φυλλωσιές δεν κόβανε το τραγούδι τους σαν περνούσε. Φτερό δε σήκωνε το τουφέκι του να κτυπήση.
Και ο γέρω Μήτρος ολοένα εκεντούσε, ομιλώντας πότε πότε με τα χτηνά του στη γλώσσα που τα συνείθισεν ν' ακούνε και το αυλάκι σιγά σιγά εμάκραινε και ο ήλιος ανέβαινε κ' εφλογοβολούσε κ' έψηνε το χώμα, ενώ μικροπούλια του κάμπου ποικιλόχρωμα, χαριτωμένα, καθισμένα στους θάμνους και στα χαμόκλαδα ή και στο νωποανασκαμένο χώμα, πίσω από το αλέτρι, εύθυμα, άφοβα, ωρμούσαν πότε πότε, σαν σαΐτες, ψηλά σ' ένα διάστημα, αφίνοντας και καμμιά χαροπή φωνούλα, άρπαζαν σ' τον αέρα κανένα έντομο και κατέβαιναν πάλι στα χαμόκλαδά τους, ή και εκυνηγούσε το ένα τ' άλλο, χωρίς καθόλου να φοβούνται τα βώδια και το γέρω Μήτρο, συντρόφους τους συνειθισμένους.
Μα με καιρό τους μίλησε ο θαρρετός Διομήδης «Γέρο, η περήφανη καρδιά μες στ' άφοβα μου στήθια 220 μου λέει, εγώ ως μες στων οχτρών τους λόχους να ζυγώσω Μα αν γίνεται κι' άλλος κανείς ναρθεί μαζί να πάμε· πιο συντροφιά, και πιότερο για τη δουλιά το θάρρος.
Και όχι μόνον άφοβα ακολουθεί το Πνεύμα, αλλά και ως ίσος προς ίσον, ως αθάνατος προς αθάνατον, με θέλησιν ισχυράν, με αποφασιστικήν στάσιν, το υποχρεόνει να παύση την αόριστον εκείνην πορείαν εις το άγνωστον και απαιτεί να του εξηγήση επί τέλους τον λόγον της εμφανίσεώς του· Πού θα με πας; ομίλει· δεν θα προχωρήσω.
Και τότε ο φτερουγόποδος τ' απάντησε Αχιλέας «Άφοβα πες και θαρρετά τι προφητιά κατέχεις. 85 Τι να! μα το μυριάκριβο του Δία γιο, που, Κάρχα, περικαλιέσαι εσύ και λες της μοίρας τα γραμμένα, άντρας κανείς, εγώ όσο ζω κι' έχω ανοιχτά τα μάτια, στο τάζω, χέρι φονικό δε σου σηκώνει εσένα εδώ στον κάμπο, ουδέ κι' αφτόν αν πεις τον Αγαμέμνο 90 που απ' όλους πρώτος βασιλιάς παινιέται εδώ πως είναι.»
ΜΩΜΟΣ. Στάκτη να γίνετε όλοι . Εγώ αν μου δοθή άδεια να ομιλήσω ελεύθερα, έχω πολλά να είπω, ω Ζευ, ΖΕΥΣ. Λέγε, Μώμε, άφοβα• φαίνεσαι ότι κάτι θα πης με την συνήθη σου ειλικρίνειαν προς το κοινόν συμφέρον. ΜΩΜ. Λοιπόν ακούσετε, ω θεοί, να σας ομιλήσω με όλην την ειλικρίνειαν.
Είχε αγριεμένα τα μαλλιά, δίχως σκούφια, φλογισμένα τα μάτια, πρόσωπο ιδρωμένο κατάμαυρο από τον κορνιαχτό. Και κράταε στα χέρια του ένα τουφέκι μαρτίνι και μιαν αρμάθα φουσέκια. — Τ' έπαθες, μωρέ Φώτο; Το ρώτησε κι ο Λάμπρος. — Σκότωσα! . . σκότωσα το Μπεϊλούλαγα, Λάμπρο! Είπε βροντερά κι άφοβα το δεκαοχτώχρονο παλληκάρι, κ' εμπήκε μ' ορμή μες το σπίτι.
Σωκράτης Τι από τα δύο, οι μεν δειλοί πηγαίνουν κατ' επάνω εις τα άφοβα πράγματα, οι δε ανδρείοι κατ' επάνω εις τα φοβερά; Πρωταγόρας Αυτό δα, Σωκράτη, λέγουν οι άνθρωποι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν