Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025


Εκείνα που λες, ήταν πάθια δικά μου, διώρθωσε φιλαλήθης η Μαρουσώ. Έψησε τον καφέν και τον εκένωσε. — Ο αφέντης μου, όπου είναι, θάρθη . . . Πιε τον καφέ σου. Βούτηξε και το ψωμάκι, προσέθηκε κόπτουσα μεγάλην φέταν ψωμίου. Η γραία άρχισε να βουτά το ψωμί και να το μασά χωρίς όρεξιν. — Πολύ καλό νάχης, έλεγε.

Πριν φτάσουμε στην εκκλησιά, μέσ' το ρέμμα, ηύραμ' ένα τσέλιγκα, μ' ένα κοπάδι πρόβατα. Καθίσαμ' εκεί κοντά, να ξαποστάσουμε και να συγυρισθούμε, πριν πάμε στην εκκλησιά. Η γυναίκα του τσέλιγκα μας είδε που καθίσαμε, κ' ήρθε κοντά μας. Ο Λευθέρης, που από 'βδομάδες μπροστά ήτον κομμένη η όρεξί του και δεν έτρωγε τίτοτε, σαν εκαθίσαμε, μου λέει·Πείνασα, καϋμένη γυναίκα. Κόψε μου λίγο ψωμί.

Θα ιατρευθή η πληγή του, θα στυλωθή, κι' ο κίνδυνος και πάλιν του 'δοντιού του τον δόλον μας τον μάταιον θα ξαναφοβερίζη. Αλλά το σύμπαν ας χαθή, οι κόσμοι ας χαλάσουν, παρά να κρυφοτρώγωμεν με φόβους το ψωμί μας, κι' ο ύπνος να μας έρχεται την νύκτα, ταραγμένος απ' τ' άγρια ονείρατα που μας τρομάζουν! Όχι!

Η οκά του τρακόσια δράμια· ούτε δράμι παραπάνω. Από τότε τούμεινε τόνομα: Τρακοσάρης. Τρακόσια δράμια η οκά του. Τι να κάνη ο κόσμος; Τρακόσια; Τρακόσια! Είχε και την ανάγκη του, βλέπεις. Οι ναυτικοί γυρίζανε να βγάλουν το ψωμί των παιδιών τους. Οι γυναίκες τους και τα παιδιά τους πεινούσανε. Ο Τρακοσάρης έκανε και κρέντιτο. Μα τρακόσια; Τρακόσια τι να γίνη; Ψωμί, ψωμάκι!

— Ο Θεός να σας συχωρέση μ' ό,τι κάματε, πολυέλαιος και πολυεύσπλαχνος είνε. Τόρα πάρτε αυτό το πλαστάρι το ψωμί, που σας άφησα εκεί στο κρεββάτι, νάτε κι αυτά τα δυο τάλληρα, κι αγάλι' αγάλια χωρίς να βροντήσετε και σας καταλάβουν και τραβάτε. Ν' αφήσετε μονάχα την πόρτα ανοιχτή, κι ότι έκαμα για σας να μη βγη από το στόμα σας.

Μα τα δημοτικά τραγούδια, που είναι η ζωή και η τέχνη, αυτά, είναι του έθνους η παράδοση. Και κοιτάξτε σε τι γλώσσα είναι γραμμένα. Με την παράδοση των γραμματισμένων θα καταντήσει το μυαλό μας τέτοιο, που θα δουλεύει λιγώτερο και από τώρα, που δεν καταγίνεται πια παρά σε μικροκατεργαριές, για να πορεύεται ο μικράνθρωπος το ψωμί του, ή για να φαντάζει και να κοκορεύεται.

Με αυτούς τους συλλογισμούς το πονετικό κορίτσι έφθασεν έως τον μισόν δρόμον χωρίς διόλου να κουρασθή. Είδε τότε τον ήλιον υψηλά και ενόησεν ότι ήτο μεσημέρι· εκάθισεν εις την σκιάν, κάτω από ένα δένδρον διά να φάγη το πτωχικόν της γεύμα· ολίγαις μόνον εληαίς και ψωμί είχε βάλει η μητέρα της εις το καλαθάκι της. Αυτό μόνον είχαν οι πτωχοί άνθρωποι εις το σπίτι!

Ο άρχοντας τον δέχτηκε και τον έβαλε στο τραπέζι, που είταν έτοιμο με διάφορα φαγητά. Τη στιγμή που άρχισαν να τρων, δύο υπηρέτες άρχισαν να κόφτουν ψωμί. Έκοψαν, έκοψαν, έκοψαν, κι' όλο έκοφταν.

Αφ' όντας μικρό παιδί πήρε τον τρουβά και τη γκλίτσα στο χέρι του και πάει στα πρόβατα, δεν ξαναγύρισε στο χωριό. Ξέμαθε ολότελ' από το χωριό τώρα. Άλλοι του παν το ψωμί, άλλοι του παν την αλλαξιά· όλο στα βουνά του αυτός, στα κλαριά, στους ίσκους. Το χειμώνα κατεβαίνει στα χειμαδιά της Λάμαρης. Πού να ζυγώσ' εκεί στο χωριό! Ούτε κι από γυναίκα ξέρει ακόμα.

Δε μου λες, ορέ Πέτρο· είπε κρατώντας τα λόγια στα δόντια του. Τι σούρθε και πάτησες τον τόπο μου ; Με πήρες για πεθαμένον ορέ κ' έτρεξες να με κληρονομήσης ; — Όχι, αφέντη μου· αποκρίθηκε ο Πέτρος με ξεψυχισμένη φωνή, προσκυνώντας τον πάλε. Εγώ δεν πήγα να σου πατήσω τον τόπο. Δε μ' έφτανε ο δικός μου και πέρασα να σπείρω λιγάκι, να χορτάσουν τα παιδιά μου ψωμί.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν