Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025
Και η γραία Παντελού ήτο απαρηγόρητος, λέγουσα ότι δεν ήθελε «να χάση την νυφούλα της, όπου την είχε 'μόσιμο!» Και η γειτόνισσά της η Περμάχου ηγωνίζετο να την παρηγορήση επαναλαμβάνουσα ότι «θα φάη κι' άλλη ψωμί!».
Πρώτος μάστορης στα καράβια. Δικό του ταρσανά, εργαλεία δικά του, κερεστέ βουνά, δουλευτάδες, κοπέλια. Φαμίλιες φάγανε ψωμί κοντά του. Καλφάδες καζαντίσανε. Καλός άνθρωπος με τόνομα. Άγιος κι' αυτός σαν τον πατέρα του. Ψυχικά όσα θέλεις. Το ψωμί να πάρη απ' τα παιδιά του να το δώση στους ξένους.
Ήρθαν και μαύρα χρόνια· Κ' έπρεπε τώρα ο κυνηγός 'ς τα ξένα να γυρέψη Ψωμί για τη γυναίκα του, ψωμί για το παιδί του. Κρεμάει στον τοίχο τ' άρματα και φεύγει, πάει 'ς τα ξένα. Μια Κυριακή και μια γιορτή στολίζετ' η Νεράιδα Να πάη κι' αυτή 'ς την εκκλησιά, να βγη και 'ς το σεργιάνι Κ' εκεί που βγάζει τα χρυσά 'πώνα σεντούκι απ' άλλο Ξανοίγει το μαντήλι της και κάμει πώς το δένει.
Δεν τους πρόφταινε σιτάρι και προμήθειες ο Αυτοκράτορας, που τους φέρθηκε τότες κάμποσο φιλάνθρωπα. Οι αρχηγοί του όμως, άφησε που τους κακομεταχειρίζουνταν, τους ξέγδυναν κιόλας. Μια λίτρα ψωμί, ένας σκλάβος· μια λίτρα κρέας, άλλο τόσο μάλαμα. Ώσπου κατάντησαν οι δύστυχοι οι Γότθοι να πουλούν τα παιδιά τους σκλάβους — σταλήθεια, κι όχι πια μεταφορικά — για ένα κομμάτι ψωμί.
Πάρα πέρα, μια γωνιά ψωμί κριθαρίσιο. Ναι, μα το Βάκχο τον προστάτη μου κι' έτσι που λέει ο λόγος, να χυθή το μάτι μου, Δέσποτα, αν καταλαβαίνω το γιατί να κατοικής σ' αρέσει τούτη την ειρκτή. Αυτά, λέει, τα δίδαξεν ένας γιατρός που τον λέγανε Μεσσία. Παράξενη μα την αλήθεια δίαιτα.
Άλλα τους λόγγους πήρανε και τα 'ψηλά βουνά σου, Και 'σάν τ' αγρίμια ζούν' εκεί 'ς τα σπήληα 'ς τα λιθάρια, Και με τομάρια ντύνονται, τρέφονται με χορτάρια. Στο Μεσολόγγι έφαγαν μπαρούτι για ψωμί. Αλλά δεν δίνουν τα κλειδιά, δεν δίνουν την τιμή. Χρόνος ακέρηος πέρασε, που τώχουνε ζωμένο. Και του γυρεύουν τα κλειδιά, το θέλουνε πεσμένο.
Μα τώρα ας κάτσουμε άχαρα λίγο ψωμί να φάμε, κι' άμα χαράξει πρόσταξε, τ' Ατρέα γιε, τους άντρες να κόψουν ξύλα, κι' έπειτα τα χρειαστά να δώσουν 50 όλα όσα πρέπει πίσημος νεκρός μαζί του νάχει σαν πάει μες στ' Άδη τ' άφωτα κι' αραχνιασμένα βάθια, που έτσι απ' ομπρός μας το νεκρό η φλόγα χέρι χέρι να κάψει, κι' ύστερα ο λαός να σύρει στη δουλιά του.»
Και τ' άλογα oχ τ' αμάξια ξεζέψτε τα και βάλτε τους λίγη ταγή να φάνε, κι' έπειτα πλούσια πρόβατα απ' το καστρί και βόδια 505 αμέσως φέρτε, και ψωμί κρασί απ' τα σπιτικά σας.
Αφού είδε κι απόειδε, κατάφερε τέλος και τον πήραν εργάτη σ' ένα σιδερόδρομο, με δυο τρία φράγκα την ημέρα. Δεν είναι προκοπή αυτή! Ο ξενιτεμένος θυμάται το χωριό του και αποζητά το σπίτι του πατέρα του, της μάννας του το χάδι, το ψωμί το σπιτίσιο, το καλό κρασί του αμπελιού τους. Σα να μην τα χάρηκε αρκετά.
Τούτο ακριβώς συμβαίνει καθ' ην στιγμήν εισάγομεν τον αναγνώστην εις την σοβαράν αυτών συνδιάσκεψιν. — Να σου ειπώ, αδελφέ, λέγει ο υπάλληλος προς τον βιομήχανον· εγώ χρεωστώ την θέσιν μου εις τον Εδρίς. Μ' έσωσεν από την δυστυχίαν, μου έδωκε ψωμί, μ' έκαμε και κουμπάρον. — Εννοείς, ότι θα ήτο μαύρη αχαριστία να μη του δώσω ψήφον!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν