Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025


Εξέσφιξαν τες ίγγλες, έδεσαν τα προκόβια 'ςτα σαμάρια, έβγαλαν τα καπίστρια, πεδίκλωσαν κι απόλυκαν τα δεκατρία μουλάρια τους να βοσκήσουν 'ςτα ξηραμένα χορτάρια της πλαγιάς απόπερ' από το ρέμμα. Εγιοματίσαμε. Ήτον η σαρακοστή του Δεκαπενταύγουστου κ' εφάγαμε, ξερό ψωμί μ' ελιές και με ξύδιένα πινάκι ξύλινο πώφερνε μαζί του ο Γάκης ο Γκιτρίμης.

Άιντε να βρης ψωμί! κ' εκείνο το καϋμένο πήγε με τα καράβια· με χρόνια έγεινε ακουστός ο Παπα-Δράκος ο γυιος της Παπα-Δράκαινας μέσατα τσούρμα των καραβιών, 'ς τα πληρώματα καθώς λένε τώρα. Άξιος κ' επιδέξιος ναύτης, φημισμένος για την αποκοτιά του. Μα ήτανε άτυχος. Με όποιο καράβι μπαρκάριζε, κινδυνεύανε πάντοτε, και αυτόν, ως απόκοτον, έστελναν πάντοτετον Αράπη.

Τον εθέριζε άγρια πείνα Και δεν έχει άλλο ψωμί... 'Σ το σακκί του μέν' η σφήνα Τ' Αστραπόγιανου ξερή. 'Σ ταχαμνά τα δάχτυλά του Την επήρε μια φορά.. Θολωμέν' είν' η ματιά του Και τα χείλη του ανοιχτά. Όλος έτρεμε... 'ς το στόμα Την εζύγωσε σκιαχτά... Δεν αμάρτησε, όχι, ακόμα... Αναστέναξε βαρειά. Με μιας τώφυγ' ένα δάκρυ, Την εφίλησε γλυκά, Καιτον κόρφο σε μιαν άκρη Την εγώνιασε βαθειά.

Και φεύγουσαι και έχουσαι παιδιά ν' αναθρέψουν, εργάζονται διά να κερδίσουν το ψωμί της ημέρας. Πιθανόν να μη ζωγραφίζουν όλαι αλλά η εργασία είνε μία, είτε διεξάγεται με πινέλλα, είτε με βελόνην, είτε και με την σκάφην. Έχω λοιπόν την αντίρρηση του τίτλου εις το ωραίον άλλωστε δράμα της κυρίας Παρρέν. Η νέα γυναίκα της είνε παλαιά, παλαιοτάτη, αιωνία. Ίσως είνε κάπως σπανία ακόμη.

Γιατί αυτός είνε κατεργάρης και όσα σπίτια δεν στέλνουν τα παιδιά τους να ψωνίσουν τα ψιλικά από αυτόν, δεν τους δίνει ψωμί κρέντιτο. Να, αυτά είνε τα σωστά. Ότι δηλαδή, Αρφανούλα μου, η ατυχία με κυνηγά· και να πης χαιρετίσματα εις τον Μπάρμπα-Σταυρήν ότι ο Σπύρος ειμπορεί να είνε άτυχος, τεμπέλης όμως δεν είνε.

Σήμερα πια θα φάγω μια βούκα ψωμί να πάγη στην καρδιά μου! — Είπεν η μήτηρ μου καθεζομένη μεταξύ εμού και του αδελφού μου παρά την λιτήν τράπεζαν, ην ο υπηρέτης είχε παραθέσει εις το δωμάτιόν μας. — Πρώτα κάμε το, και ύστερα πε το, μητέρα. — Απήντησε πειρακτικώς ο αδελφός μου, διότι από τινος πολλάκις μεν ήκουε την καλήν ταύτην πρόθεσιν, ποτέ όμως δεν την έβλεπε πραγματουμένην.

—«Ψωμί! απ το βασιλιά το καρτεράτε; τα χωράφια το δίνουν το ψωμί.» — «Τα χωράφια σεις λίγοι τα κρατάτε· όσα μας μείναν τάπνιξε η βροχή, τα' καψε ο λίβας· άλλο δεν καρπίζουν· πεινούμε· γύμνια δέρνει τα κορμιά», βραχνά, βαριά χίλιες φωνές βουίζουν. «Σκορπιστήτε! μη θέλετε με βια

Και δεν εμπέρδευεν ο Ζώης ποτέ τον καφέ του, γιατ' είχε πάντατο νου ότι το μπέρδεμα φέρνει κακό και ζημιές πλειότερες παρά κέρδα, κι αυτός το ψωμί του, οπώβγαζε με τον καφενέ του, ήθελε να το βγάζη και να το τρώη με τον ίδρω του και με την τιμιότη, κι όχι με το ψέμμα και με την αδικιά, γιατ' ήξερε πως κ' οι μουστερίδες του τον παρά, που τους έπαιρνε, τον έβγαζαν με τον ίδρω και με την τιμιότη.

Έστρεψαν και παρετήρησαν μετά φόβου τα σκοτεινά και ανήλια μέρη άτινα διήλθον κ' εξηκολούθησαν πάλιν τον δρόμον των σπεύδοντα προς το φως, ωσεί διά να το προφθάσουν. — Πεινάω· είπε μετ' ολίγον ο Γιάννος κλαυθμηρώς. — Κ' εγώ, μα πού ψωμί; απήντησεν η Μάρω άπελπις· ψυχή ζωντανή δε φαίνεται πουθενά! Και τα παιδία παρετήρησαν το μέρος όπου ευρίσκοντο, εδώ κ' εκεί μετά φρίκης.

Οι γυναίκες, σπλαχνικές, έφερναν μεγάλα πιάτα με κρέας και ψωμί στους δυο ζητιάνους και μόλις ο τυφλός άκουγε το σύρσιμο των βημάτων τους επάνω στη χλόη ανέβαζε τη φωνή και άρχιζε τις ιστορίες του. «Μάλιστα, υπήρχε ένας βασιλιάς που έβαζε να λατρεύουν τα δέντρα και τα ζώα, ακόμη και τη φωτιά.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν