Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025
Δεν μπορούμε να κανονίσουμε τη μοίρα μας», παραδέχτηκε ο Έφις. «Νομίζεις ότι θα είναι ευτυχισμένη εάν παντρευτεί το θείο Πιέτρο; Δεν φτάνει το ψωμί για να μας κάνει ευτυχισμένους, τώρα το καταλαβαίνω κι εγώ…. Χρειάζονται και άλλα!» «Εσύ όμως, πες μου, εσύ…» «Εγώ;» «Ναι, εσύ, το ήξερες;» «Τι να σου πω; Ένας άντρας τα καταλαβαίνει πάντα αυτά τα πράγματα.
Για να το δήτε όμως πιο ξάστερα, σας τα βάζω κάτω ένα ένα τα έργα που μπορούν και πρέπει να γίνουν με τα χρήματά μας και με την ενέργειά μας. Χρειάζεται ν' αγοράζουμε τσιφλίκια στα υπόδουλα μέρη και να βάζουμε δικούς μας χωριάτες να τα δουλεύουν, να βγάζουν το ψωμί τους και να κερδίζουν κιόλας.
Επήρα κ' εγώ την &πηρέτρα& και πασκίζω να βγάλω το ψωμί μου. &Πηρέτρα& ή &υπηρέτρα& ήτο το όνομα της λέμβου, όπερ ούτος τη έδιδε. Και παύων να μονολογή, ήρχιζε να τραγωδή διά της τραχείας και μονοτόνου φωνής του : Βασανισμένο μου κορμί, τυραγνισμένα νειάτα! . . . και δεν έλεγεν άλλον στίχον.
Και ποιανού ήταν αυτό το σπίτι; Του Γιάννη Τούρτουρη του κακομοίρη, του άκαρδου και τ' άθεου του Γιάννη Τούρτουρη που τον είχαμε οχτρό. Εκείνος πάντα μας πολέμαγε, μας φτονούσε. δεν ήθελε να βλέπη ψωμί στα δόντια μας. Τον άντρα μου το μακαρίτη — πάντα κόντρα του πήγαινε· εμένα με κακολόγησε· τη θυγατέρα μου — την όμορφη Χρυσούλα μου, έβαλε πεζούς καβαλλαρέους ναν τη χωρίση από το στεφάνι της.
Με τον φύλακα ς' τον ώμο, με το καλαμάρι 'ς το ένα χέρι, και μ' ένα κομμάτι ψωμί 'ς το άλλο· και μου λέει: θαρθώ μάννα, θαρθώ μάννα! Κ' εκεί το χάνω και ξυπνώ. Και ήρχισε να κλαίη η γραία. Και πάλιν εψιθύρισε: Τ' αυτιά μ' κάμανε. Δεν ήταν τίποτε. Η νεάνις έβλεπε προς την ευρείαν κυανήν θάλασσαν, αφαιρεθείσα εις μίαν σκούναν η οποία με όλα τα πανιά, επλησίαζε προς τον λιμένα, κατάπριμα.
Ο Joachim της Flora στέκεται στον ήλιο και στον ήλιο ο Aquinas ξαναδηγιέται την ιστορία του Αγίου Φραγκίσκου και ο Bonaventure την ιστορία του Αγίου Δομινίκου. Μέσ' από τα φλογισμένα ρουμπίνια του Άρη σιμώνει ο Cacciaguida. Μας λέει για τη σαΐτα που πετάει το τόξο της εξορίας και πόσο πικρό είναι το ξένο ψωμί και πόσο ανηφορική η σκάλα του ξένου σπιτιού.
Τάρριξε ο Ηγούμενος μια ματιά, και μας είπε πως είναι γραμμένα σε βάρβαρη γλώσσα. Τα κοίταξε κ' ένας καθηγητής που ταξίδευε στα μέρη μας τις προάλλες, και σούφρωσε τα φρύδια του και τα χείλη του σαν το χορτάτο που βλέπει ξερό ψωμί. — Είμαι περίεργος να τα δω και γω, είπα του Καλόγερου. Και κάθισα, κι' άρχισα να διαβάζω. Πρέπει να κοντεύανε χαράματα σαν ξανάδεσα τα χαρτιά στο πανί.
Μοναχά ενός σπιτιού δεν άνοιξε η θύρα, μοναχά ενός σπιτιού το σκυλλί δε γαύγισε «γκάβου.. γκάβου.. γκάβου.. » και μοναχά από ένα σπίτι δεν ακούστηκε το προσκάλεσμα: — «Κόπιασε μέσα, ξένε μ', αν είσαι Χριστιανός, κι' ό,τι κι' αν είσαι, θαυρής φωτιά να ζεσταθής και ψωμί να χορτά'ης». Αυτό το σπίτι είταν της Κώσταινας, πούχε τον άντρα της σαράντα χρόνια στα Ξένα, χωρίς γράμμα και χωρίς αντιλογιά.
Εξέσφιξαν τες ίγγλες, έδεσαν τα προκόβια 'ςτά σαμάρια, έβγαλαν τα καπίστρια, πεδίκλωσαν κι' απόλυκαν τα δεκατρία μουλάρια τους να βοσκήσουν 'ςτά ξηραμένα χορτάρια της πλαγιάς απόπερ' από το ρέμμα. Εγιοματίσαμε. Ήτον η σαρακοστή του Δεκαπενταύγουστου κ' εφάγαμε ξερό ψωμί μ' ελιές και με ξύδι 'ς ένα πινάκι ξύλινο πώφερνε μαζί του ο Γάκης ο Γκιτρίμης.
Πέρασ' εκείνος ο καιρός, που έχαιρες τιμή, και έδεναν λουκάνικα 'στων σκύλων την ουρά· τώρα σοφία μπόλικη πουλειέται σαν ψωμί και μέσα 'στο μπακάλικο του Παναγιωταρά. Και 'στο καπέλο το 'ψηλό, καθώς και 'στο καστόρι σοφία κρύβεται βαθειά, του Εριγδούπου κόρη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν