United States or Cuba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ξένος. Τρίτον δε, και όταν κανείς διαμένη εντός της πόλεως και άλλα μεν μαθήματα πωλή ως μεταπωλητής, άλλα δε ως ιδικήν του εφεύρεσιν, και από αυτά κερδίζη το ψωμί του, νομίζω ότι και εις τούτο συ δεν θα δώσης άλλο όνομα, παρά αυτό το προηγούμενον. Θεαίτητος. Πώς όχι; Ξένος.

Η γρηά Παντελού ήλθεν εις την ακμήν να μετανοήση ότι έπαυσε να κολλά τον φούρνον, ας ήτο και μήτηρ συμβούλου επαρχιακού. Δεν της ήρκουν τα άλλα βάσανα, είχε και την γραίαν στρίγλαν την γειτόνισσάν της, ήτις δεν έπαυε να επαναλαμβάνη την σκληράν επωδόν: «Θα φάη κι' άλλη ψωμί!».

Και είνε εδικά σου; — Να είχα εγώ αυτήν την τύχη, αφέντη! — Ανήκουν εις άλλον λοιπόν; — Εις άλλον, αφέντη. — Και πόσα σε πληρόνει; — Τίποτε, διά ψωμί, απήντησεν ο βοσκός. — Διά ψωμί; φτωχέ! Και δεν κοπιάζεις; — Κοπιάζω, αφέντη. — Είνε πολλά τα πρόβατα που φυλάγεις; — Τα γίδια, αφέντη. Είνε κάμποσα. — Ως πόσα; — Καμμιά εκατοστύ.

Ένας άνθρωπος, που δεν είχε καθόλου βαφτισθή, ένας αγαθός αναβαφτιστής, ονομαζόμενος Ιάκωβος, είδε το σκληρό κι' ατιμωτικό τρόπο, που μεταχειρίστηκαν έναν αδερφό του, ένα ον δίπουν, άπτερον, έμψυχον. Τον επήρε σπίτι του, τον καθάρισε, τούδωσε ψωμί και μπύρα, του χάρισε δύο φιορίνια, θέλησε μάλιστα να τον μάθη να δουλεύη στο εργοστάσιό του, που έφκιανε περσικά χαλιά στην Ολλανδία.

Δακρύζουν τα ματάκια της και τέτοια λέει ο νους της. — Γιατί με κακοπάντρεψες, μανούλα με κλαρίτην, Που κάνει μήνες στα βουνά και ξάμηνα στους κάμπους; Άλλοι του πάνε το ψωμί, άλλοι του παν τα ρούχα, Κ' εγώ κοιμούμαι μοναχή χειμώνα καλοκαίρι, Με την ροκούλα μου αγκαλιά τ' αδράχτι στο ζωνάρι, Βρέξε, χειμώνα, χιόνισε κλείσε τα κορφοβούνια, 'Ρίξε ένα πετροχάλαζο κ' ένα πυκνό δρολάπι, Για να πνιγούν τα χειμαδιά κ' οι κάμποι να χαλάσουν, Για να βραχούν τα πρόβατα, τα κόθρα να μοσκέψουν, Και να σαπούν τα ράμματα, να πέσουν τα τρουκάνια, Να χάση ο γιός μου την κοπή, την στάνην ν' απαριάση, Να φορτωθή τον αραγό, νάρθη να ζάη στο σπίτι.

Τας τρίχας άσπρης κεφαλής σκοπόν τας έχουν προσβολής, κι' είν' εμπαιγμός της μοίρας το παραπαίον γήρας. Όπου το πόδι μου σταθή και όπου περπατήσω, σιγά σιγά μ' ακολουθεί ο Χάρος απ' οπίσω. Αυτό το έρημο κορμί το τριγυρίζουν σκύλοι, κι' εχόρτασες και συ ψωμί μου λεν εχθροί και φίλοι. Ως φάσμα τρέχω της νυκτός μακράν του δρώντος κόσμου, και όπου τάφος ανοικτός μου φαίνεται 'δικός μου.

Μ' αν πέφτης, πέφτεις ένδοξο, 'σάν παλληκάρι πέφτεις, 'Σάν το λιοντάριτη σπηληά, 'σάντο λημέρι ο κλέφτης, Που αμέτρητοι τον έχουνε ολόγυρα ζωμένα, Κ' εκείνο αποφασίζεται, χουμάει απελπισμένο. Όχι! δεν πέφτεις άδοξο· θα το γνωρίζουν όλοι, Πως σώλειψε τόσον καιρό ψωμί, μπαρούτι βόλι. Φτάνει, φτωχό, που βάσταξες κι' ως τώρα την ανδρειά σου Αλλά και τώρα πώπεσες έπεσες 'σάν ανδρείο.

Το πρωί αφού έψαλε πρώτα ο ερημίτης και μοιράστηκαν το κριθαρένιο ψωμί, ο Τριστάνος αποχαιρέτισε τον σεβάσμιο ερημίτη, κ' εκάλπασε για το Κάρχαιξ. Όταν σταμάτησε κάτω από τα κλειστά τείχη, είδε στο φυλάκιο μια περίπολο φρουρών και ζήτησε το Δούκα. Ο Χόελ ήτον επί κεφαλής των μαζύ με το γυιό του Καερντέν.