Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025


Από στερηά και πέλαγο το ζώνουν ολονένα, Πώς ζώνουν τ' Άστρο σύγνεφα βαρηά και πυκνωμένα, Κι' από τα παλληκάρια του γερεύουν τα κλειδιά. Άστρο κ' εκείνο ήτανε τότες για την Πατρίδα, Για την Ελλάδα έλαμπε χρυσή εκείνο ελπίδα. Χρόνος ακέρηος πέρασε που τώχουνε κλεισμένο, Και τον γυρεύουν τα κλειδιά, το θέλουνε δεμένο. Όσο κι αν έχηςτη σπηληά κλεισμένο το λιοντάρι, Δεν τώχεις καιτα χέρια σου.

Το συμφέρον λοιπόν του φίλου μου του Τρανταχτή εις αυτήν την υπόθεσιν είνε όλως ηθικόν. Και τω όντι ο Τρανταχτής είνε χρυσή καρδιά και θυσιάζεται διά τους φίλους του. Εγώ αν ήμην, να σου πω, το κάτω κάτω, δεν θα μ' έμελεν εμέ να σκοτίζωμαι, διά μίαν Γυφτοπούλαν. Αλλά τι να γείνη; όταν εμπλέξη κανείς, ας είνε και με Γυφτοπούλαν, δεν ξεμπλέκει εύκολα.

Και αυτής της σφαίρας πας φλογίζων Πόλος ας παγώση όλος. Πλήρης εκ φωτός νέος κόσμος λάμπει ως χρυσή τις κάμπη. Μα γεννά κι' αυτός φιλοσόφους κλαίοντας κι' έτσι πάει λέωντας. Τείναι κι' αυτός ο Φασουλής;... καθείς θα ερωτά... ακούσατε περί αυτού να σας ειπώ αυτά.

Καλώς την αγάπη μ' τη χρυσή! έκραξεν η κοκκινομαλλού, αναγνωρίσασα την φωνήν του συζύγου της. Την επαύριον ο καπετάν Στέφος επήγεν εις το καφενείον. Ο απλοϊκός ζωγράφος έβαλεν εις πράξιν την ιδέαν, κ' εσχεδίασε μεγάλην σκούναν ν' αρμενίζη πλησίστιος.

Μετά νόμιζε ότι θα ήταν ελεύθερος, θα κουβαλούσε μόνο το δικό του φορτίο με υπομονή, μέχρι το θάνατό του. Το πρώτο βράδυ διανυκτέρευσε σ’ ένα οδικό φυλάκιο της κοιλάδας, αλλά δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Η νύχτα ήταν διαυγής και γλυκιά. Στον λευκό ουρανό πάνω από την κοιλάδα, που την έκλειναν στήλες από βράχια, κρεμόταν το φεγγάρι σαν χρυσή λάμπα από το θόλο ενός ναού.

Αγαπημένοι, αχώριστοι, μονάχοι μας να ζούμε, Κι' αν θα χαθούμε, πάλ' οι δυο μαζί μας να χαθούμε... ..................................................... Κάποιος διαβάτης με καιρό διαλάλησε μια μέρα, Ότι σ' απόκρυφην ερμιάν εύρε χρυσή φλογέρα. — Μάνα, πάρ' της ευχαίς και τ' άγια λείψανα, Τι δεν μπορούν να γειάνουν την αρρώστεια μου. Δεν είν' ούτε από πόνον ούτε από Ξωθιαίς.

Παίξε, αργαλειέ μου, βρόντησε, ... πέτα χρυσή σαΐτα, 'Τρίξτε καϋμένα χτένια μου, βαστάτε τον ηχό μου, Να βγουν τα υφάδια γλήγορα, να ράψω τα προικιά μου, Γιατ' ο καλός μου βιάζεται, βιάζεται να με πάρη. Ένα παλάτι αδιάβατο κλειστό και ρημαγμένο Πανώρηο βασιλόπουλο βαστάει μαρμαρωμένο. Δέρν' η θολούρα, η χειμωνιά το έρμο το παλάτι, Κι' ουδέ μιλάει το μάρμαρο, ουδέ κι' ανοίγει μάτι.

Ήτον εκείνος ο καιρός καιρός του &εικοσιένα!& . . . Πούν' τα χρόνια τώρ' αυτά! χρόνια χαριτωμένα, Χρόνια εκείνα λεβεντιάς, ανδρειωμένα χρόνια, Χρόνια που κάθε όνειρο, κάθε χρυσή ελπίδα, Και κάθε δάκρυ έλαμπε για μια. . . . για την Πατρίδα! Χρόνια, που εμείς τα θάψαμαν σκληρά, σε καταφρόνια.

Παρ' ολίγον να λησμονήσω, εξηκολούθησεν η γραία. Σου έχω γράμμα από τον ιατρόν μας. Και αφήσασα την χείρα του τυφλού απέσυρεν εκ του μεταξωτού υποκαμίσου την επιστολήν και την έτεινε προς τον ιατρόν. — Μου είπεν εκείνος, εξηκολούθησε, τι καλός που είσαι, και πώς η χρυσή σου καρδιά βαλσαμώνει με την καλοσύνην της τους αρρώστους, πριν τους ιατρεύση η τέχνη σου.

Και τα χοντρά μαργαριτάρια, μες στην κούνια τη χρυσή, μοιάζανε σα μεγάλα δάκρυα. Σα μεγάλωσε το βασιλόπουλο κ' έγινε όμορφο παλικάρι, όλες οι χάρες το στολίσανε με τα χαρίσματά τους. Το μονάκριβο το βασιλόπουλο ήτανε κι' ο πρώτος ο λεβέντης στο βασίλειο.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν