Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025
Ξέρω μόνο να βλέπω ξάστερα, και να μη γεμίζω την κοιλιά μου με αέρα κοπανιστό. — Αέρας είν' αυτό, βρε κούκο! εφώναξεν ο Δημήτρης, και εξέτεινε βιαίως την χείρα μέχρι της ρινός του προλαλήσαντος, σφίγγων δι αυτής τα καταπεπονημένα μου μέλη. — Δεν είν αέρας, πουλάκι μου, μα, είνε χαρτί, που είνε το ίδιο!
— Γυναίκες! γυναίκες! είπεν εκείνος· τω όντι διά τα μικρά πράγματα φροντίζετε πάντοτε μέχρι πάθους. Εγώ δεν απήντησα. Ο ξένος μοι είπε μετά μικράν παύσιν· — Μοι ορκίζεσαι ότι δεν θα εξέλθη εξ ακριτομυθίας λόγος εκ του στόματός σου, αν σοι είπω τι; — Σοι ορκίζομαι, απήντησα προθύμως, τείνουσα την χείρα. — Άκουσε λοιπόν. Άμποτε όσα μέλλω να σοι είπω να αποβώσι προς ευτυχίαν της μικράς ταύτης κόρης.
Αλλ' ουδεμίαν έκπληξιν εφανέρωσεν ότε, αντί του αγωγιάτου, απεκρίθην εγώ εις την ερώτησίν του. — Είναι ο εξάδελφος μου, Κύριε Μελέτη, ο Κύριος Μαιμάς. Ο Νίκος, παραιτήσας επί τέλους τας ερεύνας του, επλησίασε και εχαιρέτησε τον γέροντα, όστις χωρίς να τον καλοβλέπη έθλιψε την χείρα του, επαναλαβών τα φιλόξενά του «Καλώς ωρίσατε».
Πώς ηδύνατο να επαρκή και εις τα τρία, τρέχων από σκάφης εις σκάφην, μ' ένα πήχυν εις την χείρα, με μίαν στάθμην και μ' ένα σκέπαρνον από του αυχένος κρεμάμενον με την λαβήν επί του στέρνου. Και οποία στρατιά ανθρώπων ετέλει υπό τας διαταγάς του ! Ο πλοίαρχος, οι βοηθοί του, οι πριονισταί, οι πελεκητοί, οι μαραγκοί, και οι καλαφάται.
Αντικρύ μας εφαίνετο η Χίος, κεκαλυμμένη υπό διαφανούς πρωινής ομίχλης. Μακράν δε, προς τ' αριστερά, ο πατήρ μου τείνων σιωπηλώς την χείρα μου έδειξεν, ως σμήνος λευκών περιστερών, σειράν ιστίων επικαθημένων επί του ορίζοντος.
— Δεν ξεύρεις να δέρνης καλά! Επρόσθεσε δυνατώτερα ο άγνωστος, τον οποίον από τους λόγους του εννοήσαμεν, ότι ήτο ο πατήρ του Αλεξάνδρου. Εγώ να σε μάθω να δέρνης καλλίτερα. Και υψώσας ταχέως την χείρα του — θεέ μου! τι χειρ ήτο εκείνη, και τι κρότον έκαμε! — κατέφερεν αυτήν τόσον βιαίως εις το πρόσωπον του διδασκάλου, ώστε τον εσφενδόνισε κάτω της έδρας του.
Και επροσπάθησεν ο Λιάκος να μειδιάση. — Ελπίζω ότι δεν εθύμωσες, υπέλαβε συνδιαλλακτικώς ο Κ. Πλατέας. — Διατί να θυμώσω; — Βέβαια, βέβαια! Και θλίψας την παχείαν χείρα, την οποίαν ο Κ. Πλατέας έτεινε φιλικώς, εξηκολούθησεν ο Κ. Λιάκος τον δρόμον του ταχύνας το βήμα, ενώ ο καθηγητής των Ελληνικών επορεύετο βραδέως προς την οικίαν του.
— Τους προξενητάδες και της προξενήτρες ας τους στέλνουν άλλοι· εμείς καλλίτερα εξηγούμαστε μεταξύ μας, αλήθεια; — Μη με παιδεύης, καπτάν Γιάννη, είπεν ο Αντωνέλλος με φωνήν τρέμουσαν ελαφρώς· ξέρεις πόσο σε σέβομαι και σ' αγαπώ . . . Ο Καραγιάννης έβαλε την χείρα επί του ώμου του Αντωνέλλου. — Αδελφέ Αντωνέλλο, είπε με φωνήν συγκεκινημένην, σου ζητώ για γυναίκα μου την Μπέλλα· μου την δίνεις;
— Περασμένα-ξεχασμένα! ανεφώνησε τότε η θεια-Αννούσα, ήτις βαστάζουσα το καλαθάκι της με την μίαν χείρα και την μικράν βασταγήν της με την άλλην, με ανυπόμονον νοσταλγού ανησυχίαν, ήτο έτοιμος να εξέλθη πρώτη- πρώτη αυτή.
Εγονυπέτησε πλησίον της και θέσας ελαφράν την χείρα επί του λατρευτού μετώπου της, είπεν: — «Ο Χριστός σε έσωσε και σε απέδωκεν εις εμέ! Λίγειά μου». Τα χείλη της Λιγείας εκινήθησαν εκ νέου εις ένα ακατανόητον ψίθυρον. Τα βλέφαρά της εκλείσθησαν και εβυθίσθη εις βαθύν ύπνον, τον οποίον ανέμενεν ο Θεοκλής και τον οποίον εθεώρει ως εξαίρετον σημείον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν