Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025


Ήτον ημέρα Κυριακή προ της Χριστού Γεννήσεως, και η γρηά Παντελού, επιστρέψασα εκ της λειτουργίας, όπου είχεν ακούσει «ταις γεννεαίς δεκατέσσαρες», ανέβη εις την οικίαν. Η ασθενής ανέκειτο επί της στρωμνής παρά την εστίαν, και η μικρά Αικατερίνη καθημένη παρά το προσκέφαλόν της τής εκράτει την χείρα.

Όχι δεν θα του αποδώσω κακόν αντί καλού και αργότερα, όταν μάθη πώς εφέρθην προς εκείνον, όστις με παρώτρυνε να φέρω χείρα εναντίον της, θα με ευγνωμονή. Εν τούτοις εσκέπτετο, εάν η Λίγεια επεδοκίμαζε την προς τον Χίλωνα διαγωγήν του.

Τότε ενόησαν οι αντισταθέντες κατά του σχεδίου του αυτοκράτορος την πλάνην των και καταληφθέντες από δειλίαν προσέπιπταν εις τους πόδας του βασιλέως μετανοούντες και ζητούντες να ασπασθούν την χείρα του και υποσχόμενοι να πράξουν του λοιπού ό,τι διατάσσει ο βασιλεύς. Τότε ο Ηράκλειος, απτόητος ως πάντοτε, διέταξεν επίθεσιν κατά του στρατού του Σαρβαραζού, πριν ενωθή ούτος μετά του Σαραβλαγά.

Επόνει ο δυστυχής και εκράτει διαρκώς την χείρα επί του αριστερού οφθαλμού του. Ήτο η σειρά του ήδη και επερίμενε μετά προφανούς ανυπομονησίας, όρθιος, προσηλών τον δεξιόν οφθαλμόν εις την θύραν του δωματίου του οφθαλμιατρού. Ο μεσόκοπος ήτο έπαρχος Θήρας.

Τι κάνεις, Μιλάχρω; — Δε περιμένεις, θαπώ, να ξεφουρνίσω, μόνε φωνάζεις! Είπε μετά ετοιμότητος η Μιλάχρω, εννοήσασα το λάθος της και εισαγάγουσα ταχέως την μακράν χείρα της, μαυρισμένην και ψημένην ως φουρνόξυλο, εξήγαγε το λησμονηθέν ταψίον, το οποίον τώρα είδε: — Δε ξέρω εγώ τη δ'λειά μ'!

Εκεί έβγαζεν ατάκτους φωνάς, θέλων να μιμηθή τους ψάλτας, και κάποτε έβαλλε χείρα εις εικονίσματα και τα κατεβίβαζε κάτω διά να τα ξεσκονίση, όπως εφρόνει· άλλοτε έβγαζε τα θυρόφυλλα της Αγίας Πύλης, κι' άρχιζε να τα πελεκά με το μικρόν κλαδευτήρι που είχε. Πότε τα επανέφερεν εις την θέσιν των, και πότε τ' άφινε κάτω εις το έδαφος, όπου έτυχε.

Όνειδος θα ήναι διά σε, εάν δεν την υπερασπίσης, διότι, και αν ακόμη δέν συνεζεύχθης εις γάμον μετ' αυτής, ωνομάσθης όμως τουλάχιστον φίλτατος σύζυγος της δυστυχούς παρθένου. Εις την παρειάν σου αυτήν, την οποίαν εγγίζω, εις την δεξιάν σου χείρα, την οποίαν σφίγγω, εις της μητρός σου το όνομα σ' εξορκίζω, μη την αφήσης ανυπεράσπιστον. Το όνομά σου αυτό μ' έφερεν εδώ προς τον όλεθρον.

Ο Κυρ Γιάννης, ως άνθρωπος φρόνιμος και περιεσκεμμένος, περιήλθεν ικανήν ώραν το εν τη οδώ πλήθος, οσφραινόμενος πανταχού ως ρινηλάτης κύων, λαλών σιγά προς τον ένα, νεύων προς τον άλλον και σφίγγων τρίτου την χείρα, εισήλθε μετά ταύτα εις το γωνιαίον καφενείον, όπου η αυτή περίπου σκηνή της οδού επανελαμβάνετο κατά μικροτέρας διαστάσεις, ανήλθε κατόπιν εις το υπεράνω του καφενείου κατάστημα, εβολιδοσκόπησε τας διαθέσεις του πανταχόθεν πλημμυρούντος κερδοσκοπικού κοινού, και μη ευχαριστηθείς, φαίνεται, κατέβη πάλιν εις την οδόν, όπου ήρχισε νέας διπλωματικάς ενεργείας.

Εις μόνους τους Αυτοκράτορας του Βυζαντίου έτεινον την χείρα αι τότε Αθηναΐδες, και εις τούτους δε πάλιν μόνην την δεξιάν. Ταύτα πάντα καθίστων δεινήν την θέσιν και συγχωρητάς τας τρέλλας του δυστυχούς Φρουμεντίου, εις του οποίου την ακμάζουσαν και σφριγώσαν νεότητα η γυνή ήτο αναγκαία, ως η δρόσος εις τους λειμώνας.

Και υψώσασα την σκελετώδη χείρα της, τρέμουσαν, επέδειξεν εκείθεν τον μαύρον όγκον του μεγάρου της, βαρύν κ' επαχθή βράχον επάνω εις το στήθος της, κινδυνεύοντα να μεταβληθή εις φοβεράν επιτάφιον πλάκα. Ήτο παραμονή των Χριστουγέννων. Εξημέρωνεν η πλέον μεγάλη εορτή της εκκλησίας και η πλέον μεγάλη χαρά της οικογενείας.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν