United States or Saint Helena, Ascension, and Tristan da Cunha ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε, κι' ο λόγος δάγκασε τον Έχτορα στα σπλάχνα, και πήδηξε οχ' τ' αμάξι εφτύς αρματωμένος χάμου, και σιώντας τα διο στομωτά κοντάρια, ολούθε τρέχει 495 δίνοντας θάρρος, κι' άναψε πεισματωμένη μάχη. Γυρνάν οι Τρώες, τους οχτρούς με θάρρος αντικρύζουν, μα αχώριστοι κι' οι Δαναοί βαστούν και δεν τσακάνε.

Προβάλλει οι Τρώες οι λοιποί κι' όλοι οι Αργίτες τώρα τα μυριοπλούμιστα άρματα ναν τ' απιθώσουν χάμου, κι' ατός του με το μαχητή Μενέλα μες στη μέση 90 για τη Λενιό κι' όλο το βιος να χτυπηθούν μονάχοι· κι' όπιος νικήσει και φανεί πιο άξιος, τη γυναίκα κι' όλο ας το πάρει λέει το βιος κι' ας πάει στο σπιτικό του· κι' οι άλλοι εμείς ν' αμώσουμε όρκους πιστούς αγάπης

Θεοί μου! είνε πειό καλά, πολύ, πολύ καλήτερα. —Κέρασε άδολο κρασί! και ευφροσύνη θάχης τη νύχτα που θα ψάχης για να διαλέξης ό,τι βρης οσμή γλυκειά να χύνη. — Αλλά τι νάχη γίνη, γυναίκες, ο αφέντης μου, που έχει την κυρά μου; ΧΟΡΟΣ Ώ, θα τον εύρης εύκολα• περίμεν' αυτού χάμου. ΘΕΡΑΠΑΙΝΙΣ Μάλιστα• να τος! τώβαλε κ' εκείνος για το γλέντι. — Ώ τρισευτυχισμένε μου, μακάριε μου αφέντη! ΒΛΕΠΥΡΟΣ Εγώ;

Χέρι χέρι οι αρπαγές κ’ οι κούρσες τρέχουν, φορτωμένους συναντούνε οι φορτωμένοι κι ο άδειος κράζει τ’ αδειανού, να ’χη κολλήγα, μα ο κεθένας στο μεράσι ούτε πιο λίγα ούτε κ’ ίσια θέλει να ’χη. -Ω, τι θα γένη! Χύμα χάμου όλ’ οι καρποί, λύπη σού φέρνουν, με πικρό οι νοικοκυρές μάτι κοιτάζουν: πλήθι’ ανάκατα της γης τα δώρ’ αρπάζουν τ’ αδιαφόρετα τα κύματα και σέρνουν.

Μα αχώριστοι κι' οι Δαναοί βαστούνε, κι' άγρια αντάρα σηκώσανε οι στρατοί κι' οι διο, κι' οχ τις χορδές πηδούσαν σαΐτες, κι' οχ τις δυνατές τα στεριοφράξα χούφτες άλλα σε σάρκες μπήγουνταν αντρών παλικαράδων, 315 όμως πολλά και πέφτανεπριν άσπρο κριάς αγγίξουνστη μέση χάμου, αθρώπινη σάρκα να φαν διψώντας.

Οι ιστορητές ισχυρίζονται εδώ ότι η Βραγγίνα δεν είχε ρίξει στη θάλασσα το μπουκάλι το μισοαδειασμένο από τους αγαπημένους, το μπουκάλι με το μαγικό ποτό. Παρά ότι το πρωί όταν η κυρία της επήγε στο κρεβάτι του Βασιληά Μάρκου, η Βραγγίνα έχυσε σ' ένα ποτήρι, ό,τι έμενε από το φίλτρο και τώδωσε στους συζύγους. Και ότι ο μεν Βασιληάς Μάρκος ήπιε πολύ, ενώ η Ιζόλδη έχυσε κρυφά το δικό της χάμου.

Μα μόλις είδε ο Έχτορας νεκρό τον ξάδερφό του πούπεφτε χάμου, ομπρός εκεί στο μελανό καράβι, έκραξε σ' όλο το στρατό μ' αψιά φωνή μεγάλη «Δαρδάνοι κονταρόπλιστοι και Τρώες και Λυκιώτες, 425 μη χαλαρώστε, μον καρδιά λιγάκι αφτή την ώρα και σώστε τ' Ακουστού το γιο, μη λάχει εδώ οι Αργίτες και τον γυμνώσουν πούπεσε μες στο καραβοστάσι

Κι' έσπασε η πέτρα και τα διο τα φρύδια, μηδ' αμπόδιο 740 στάθη το κόκκαλο, κι' αφτού τα μάτια ομπρός στα πόδια τούπεσαν χάμου στα πηλά, κι' αφτός βουτά απ' τ' αμάξι σα σφουγγαράς, κι οχ το σκαρί τού μίσεψε η ψυχή του.

Είπε ο θεός, και γύρισε ξανά στ' αντροπελέκι. Μάτωσε τότες η καρδιά του Έχτορα απ' τη λύπη, κι' εφτύς γυρνάει τη συμπλοκή να δει, και βλέπει πέρα τον έναν π' άρπαε τ' άρματα, τον άλλον πούταν χάμου 85 στρωμένος κι' αίμας έτρεχε οχ τη βαθιά πληγή του· τότες περνάει χαλκόπλιστος των μπροστινών τούς λόχους φριχτά αλυχτώντα, ανέμποδος φωτιά σα φουντωμένη.

Λοιπόν το τέντωσε καλά ακουμπισμένο χάμου, και κατά γης τα' απίθωσε.