Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025
Είτανε Δεκέβρης μήνας, τα κρούσταλλα κρεμιούνταν από τις στέγες των σπιτιών σα χταπόδια, ο βοριάς ξύριζε και σπανούς, την αναπνοή σου την έβλεπες μια πήχη μακριά μπροστά σου, οι πουλητάδες φωνάζανε στους δρόμους κι' από το συνηθισμένο τους πιο μεγαλόφωνα, ίσως να ζεσταθούν, κ' εγώ έβγαινα μαζί με την Αννούλα και με το φύλακα στη μασκάλη να πάγω Σκολειό. Συμμαζεμό δεν είχα από την πολλή τη χαρά.
Τράβηξε δηλαδή στο Ιπποδρόμιο, κ' εκεί μέσα σφιχτοκλείστηκαν όλες οι χιλιάδες που τον ακολουθούσαν. Ανέβηκε ο Υπάτιος στο κάθισμα, και του φωνάζανε τα πλήθη αποκάτω «Υπάτιε Αύγουστε, Του βίνκας». Σκοπός τους πάντα είτανε να χτυπήσουνε το παλάτι από το ιπποδρόμιο, αν κι ο Σενατόρος Οριγένης είτανε της ιδέας να παν και να πιάσουν άλλο παλάτι.
Τότε του φάνηκε πως είδε τον μπαμπά και τη μαμά, τον Ούλοφ και το Σβάντε, τις δυο υπηρέτριες κι άλλους ακόμα. Φωνάζανε ο ένας δυνατότερα από τον άλλον, ο ένας εδώ κι ο άλλος εκεί. Ο Σβεν δεν μπόρεσε να δη από πού ήρθανε.
— Τι κάθεσαι έτσι μαζεμένος και περιμένεις; Τον ρώτησεν ο Ρένας. — Δε βρίσκω κουβά να πάρω νερό. Ολόγυρα οι ναύτες φωνάζανε, σπρωχνόντανε, τραβούσανε τους κουβάδες, μαζευόντανε γύρω στην τρούμπα. — Και βέβαια, πού να βρεις! έκανε με συμπάθειαν ο Ρένας. Πού αφίνουν τόσοι λύκοι δω πέρα.,, Έλα μαζί μου.
Τότες αληθινά αιστάνθηκα μια μεγάλη λύπη, γιαΤι νόμιζα πως θα γύριζα πάλι στις καλόγριες και είξερα πως θα μου φορούσανε μαύρα και θα με φωνάζανε πια ορφανή. Και μου φαίνεται τόσο κακό, τόσο αντιπαθητικό αυτό το ορφανή. ΓΙΑΓΙΑ Αχ! αυτή πάντα σε ήθελε κοντά της. Και τόσες φορές έλεγε του πατέρα σου να σε βγάλη πια από το μοναστήρι.
Περνούσε από τις γειτονιές ο Λαζαράκης να κατεβή στο παζάρι και τα παιδιά τρέχανε από πίσω του και φωνάζανε: «Ο καμπούρης, ο καμπούρης!» Έμπαινε στα μαγαζιά ο Λαζαράκης να ρουφήξη κανένα κρασάκι, και οι παρέες του φωνάζανε: «Ε ! Λαζαράκη, βάρδα μη μας ρίξης τη λάμπα». Σήκωνε τα μάτια του να κυττάξη καμμιά όμορφη ο Λαζαράκης και τα κορίτσια μπήγανε τα γέλια: «Της την έκαψες την καρδιά, Λαζαράκη.
Πώς διο ποτάμια, οχ τα βουνά που κατεβούν χειμώνα, ρήχνουν μαζί στη διχαλιά τα βρόχινα νερά τους, από πλατιά διο στόματα μες σε βαθιά σκισμάδα, κι' ακούει αλάργα ο πιστικός τον κρότο απάς στις ράχες· 455 έτσι κι' αφτοί, σαν έσμιγαν, φωνάζανε χτυπιούνταν.
ΣΤΕΦΑΝΗΣ, ύστερα ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΝΑ, ύστερα ΚΕΡΙΑΚΟΣ Στεφ. Μ' έδιωξαν τα παιχνίδια! Μ' έδιωξε η χαρά! Ως εδώ μ' έδιωξε, ως στης Αγιά Μαρίνας τη γειτονιά. Με φωνάζανε να μπω στην παρέα και να τους τραγουδώ! Αν είχα φωνή για τραγούδι, θα την έκανα βροντή που να τους σκορπάη κατάρες. Τακούγω, ακόμα τακούγω! Με κυνηγούνε, με κυνηγούν οι χαρές τους! Φείδια έγιναν οι χαρές τους και σφυρίζουν κατόπι μου.
Κάποτες την έχαναν την υπομονή τους, και φωνάζανε, «μα πού είναι αυτή η βοήθεια;» Η Δύση πάλι, δεν έλεγε όχι, τους έλεγε όμως, «δώσετέ μου &πίστη& και σας δίνω &πατρίδα&». Πολύ σωστά. Εμείς γυρεύαμε &ψυχικό&· αυτοί έλεγαν, όχι, να το κάμουμε &αλίσι βερίσι&.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν