United States or Colombia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήταν ήσυχος ανθρωπάκος αυτός, φευγάτος από την πατρίδα του, πολιτογραφημένος στην Ελλάδα, από τη δουλειά και την κακοπάθεια αφανισμένος. Είχεν ολόκληρη λυκοφαμελιά στη ράχη του κ' εκαταλάβαινε πως δεν του έμενε καιρός για μαλώματα και καυγάδες. Αλλ' ενώ εδιάβαινε κοντά στον Κώστα τον θερμαστή, εκείνος άπλωσεν επίβουλα την αρίδα του, επεδικλώθηκεν ο ναύτης κ' εκύλισε χάμω σαν ασκί.

Τι πρόσμενε και η ίδια δεν ήξερε. Το βαπόρι ήρθε στην ώρα του. Ο κόσμος ήταν μαζεμμένος κάτω στο μώλο απόξω από τους καφενέδες. Δυο-τρεις επιβάτες βγήκαν από τις βάρκες. Μαζί μ' αυτούς κι' ο Μιχαληός ο Καλόγνωμος, χρόνια φευγάτος στην Αυτραλία. Τον τριγύριζαν με περιέργεια και αγάπη. Κι' αυτός τους έλεγε, τους έσφιγγε τα χέρια, γελαστός και πρόσχαρος. Όλοι ρωτούσαν και ξαναρωτούσαν.

Αυτά 'πε' κ' ευθύς έστρεψε κ' εκάθισ' ο Οδυσσέας. κ' έστρωσ' ο Εύμαιος κλαδιά με μιαν προβιάν επάνω, κ' εκάθισεν ο ποθητός υιός του Οδυσσέα. τότε πινάκια κρέατα ψητά, 'πού 'χαν τους μένει από τον δείπνον, έφερεαυτούς ο χοιροτρόφος, 50 κ' εσώρευσεν ογλήγορατα κάνιστρα τον άρτο, και εις καυκί μέσα γευτικό κρασί τους συγκερνούσε, και αντίκρυ αυτός εκάθισε του θείου Οδυσσέα. άπλωσαν 'κείνοιτα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους• και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, 55 ωμίλησε ο Τηλέμαχος, του θείου χοιροτρόφου• «Πατέρα, πόθεν σου 'φθασεν ο ξένος; 'ς την Ιθάκη οι ναύταις πώς τον έφεραν; από ποιο γένος ήσαν; τι δεν πιστεύ' ότι πεζός εδώ 'φθασεν ο ξένος». Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 60 «Όλην θ' ακούσης απ' εμέ, παιδί μου, την αλήθεια• το γένος έχει απ' το νησί το ευρύχωρο της Κρήτης• και λέγει ότι παράδειρε πλανώμενος εις χώραις θνητών πολλαίς, ως θέλησεν η μοίρα του, και τώρα από καράβι Θεσπρωτών πάλιν φευγάτος ήλθε 65 εις την καλύβα μου, κ' εγώ θα σου τον παραδώσω• πράξε όπως θέλης• ήξευρε 'που ικέτης σου προσπέφτει».

Εγώ δεν είμαι και τόσο φευγάτος απ' τα θεία, παππά, είπε παραπονετικώς ο Στάθης. — Εσύ έχεις κάποια μικρή διαφορά, . . . Μα ακόμα, ακόμα . . . — Έχουμε ταμμένα, μαζί με τον Κωνσταντή τον Άγγουρο, να ξανακτίσουμε και την εκκλησίτσα τ' Άι-Παντελέημονα . . . Την είχεν ονειρέψει του Κωνσταντή η γυναίκα. — Άμποτε, ο Θεός να σας αξιώση, είπεν ο ιερεύς.

Ύστερα όμως ρώτησα την Πιπίτσα, κι αυτή τότε μου είπε καμαρώνοντας, πως ο Σταύρος είτανε συμμαθητής ατό γυμνάσιο με τον αδερφό της, και πώς ενώ ο αδερφός της ύστερ' από το γυμνάσιο πήγε στο πανεπιστήμιο, κ' έγινε ένας σπουδασμένος νέος, ο Σταύρος έμεινε ασπούδαστος, δίχως καμιά αξία στην κοινωνία, φευγάτος από το σπίτι του, και καταραμένος από τον πατέρα του.

Κατοικούσε στο χτήμα, στο ίδιο μέσα το καλύβι που γράφουνται αυτές οι φυλλάδες, χτισμένο σε χρόνους που δεν τους έφταξε μήτε κείνος. Και τώρα που είτανε χειμώνας, ανέβαινε στο χωριό. Έτρωγε, κουβέντιαζε, κ' ύστερα πλάγιαζε· και το πρωί, πρι να φέξη, είτανε φευγάτος με το ζεμπίλι του. Έμπαινε λοιπόν ο Βασίλης εκείνη τη βραδιά, κι από το συνηθισμένο του πιο γελαζούμενος.

Το γέρο ζητούσα να μου την αποσώση την τρομερή την ιστορία, μα είτανε φευγάτος ο γέρος. Άλλον τρόπο δεν είχε παρά να καταφέρω τη μάννα να μου το δηγηθή το κλέψιμο της Λενιώς. Και σαν έστρωσε η Αννούλα το τραπέζι, και καθήσαμε, την παρακάλεσα τη μακαρίτισσα να μου τα ξηγήση. — Α μου το τάζης πως δε θα φοβηθής πάλι, σου τα λέω, μου κάνει.

Ο λαός όμως αντίς να συχάση πήρε πιώτερο θάρρος, και καθώς πάντα τυχαίνει σε τέτοια κινήματα, από απλή δικαιοσύνη που γύρευε στην αρχή ζητούσε τώρα να φέρη γενική αναστάτωση. Φευγάτος όμως όντας ο Πρόβος στην Ασία, βάζουνε φωτιά στο μέγαρό του και φεύγουν. Οι άλλοι δυο ανιψιοί του Αναστασίου, ο Υπάτιος κι ο Πομπήιος, βρίσκουνταν ως την ώρα στο παλάτι μαζί με τον Αυτοκράτορα.