Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025


Αγκαλιαστά να βρης εκεί 'ςτό στρώμα να κοιμώνται Ο αφωρεσμένος σου αδερφός κ' η σκύλλα σου η γυναίκα, Για να γλυτώσουν σ' έστελναν για τα Χρυσά τα Μήλα, Που τα φυλάει ο Δράκοντας, να χάσης τη ζωή σου· Και σαν εγύρισες μ' αυτά, σ' επήραν 'ςτό κυνήγι Κ' εκεί σ' εσκότωσε ο αδερφός 'ςτόν ύπνο τον γλυκό σου, Τώρ' αρματώσου γλήγορα κι' ανέβα 'ςτ' άλογό σου Και σύρε εκεί και σκότωσε και κάμε τους κομμάτια.

Πλην τώρ' αυτήν στείλ' 'ς τον θεόν· κ' οι Αχαιοί κατόπι Να σε πληρώσωμεν τριπλά, και τετραπλά, οπόταν Δώση ο Ζευς ν' αρπάξωμεν την πολιτείαν Τροίαν. Τον αποκρίθ' ο βασιλεύς ο Αγαμέμνων, κ' είπε· Ω ομοιόθε' Αχιλλεύ, ωσάν καλός που είσαι, Μη δόλια· δεν με περνάς, ουδέ με καταπείθεις.

Ο γυιός του τώρ' ανδρειεύθηκε, και περπατάει τη νύχτα Με του Γιαννούλα τ' άρματα αλαφοκυνηγώντας Κι' ούτε Νεράιδες σκιάζεται ούτε Ξωθιαίς φοβάται, Γιατ' είνε Νεραϊδόπαιδο κ' έχει Νεράιδας αίμα. Χωρίς ν' αρπάξη απ' τα μαλλιά δεν άφηκε Νεράιδα, Χίλιαις ως τώρα φίλησε κι' αγκάλιασε άλλαις τόσαις.

Ήτον εκείνος ο καιρός καιρός του &εικοσιένα!& . . . Πούν' τα χρόνια τώρ' αυτά! χρόνια χαριτωμένα, Χρόνια εκείνα λεβεντιάς, ανδρειωμένα χρόνια, Χρόνια που κάθε όνειρο, κάθε χρυσή ελπίδα, Και κάθε δάκρυ έλαμπε για μια. . . . για την Πατρίδα! Χρόνια, που εμείς τα θάψαμαν σκληρά, σε καταφρόνια.

Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμηεκείνην αποκρίθη· 10 «Αχ! οι θεοί σ' εμώραναν, βυζάστρ' αγαπημένη, 'που και απ' τον γνωστικώτερον την γνώσι ν' αφαιρέσουν δύνανται αυτοί, και νόησι να δώσουν του ανοήτου· και τώρα κείνοι εσάλευσαν και σε, 'που φρόνιμ' ήσουν. τι μ' αναπαίζεις άσπλαχνα, την καταπικραμένην, 15 με λόγια ξένα, κ' έξαφνα σηκόνεις μ' απ' τον ύπνον, οπ' έδεσε κ' εσκέπασε γλυκά τα βλέφαρά μου; ύπνον δεν πήρ' ωσάν αυτόν, απ' ότ' ο Οδυσσέαςτην Κακοΐλιον πέρασε την τρισκαταραμένην. αλλά καταίβα τώρ' ευθύςτο μέγαρον, όθ' ήλθες, 20 ότι από ταις θεράπαιναις, οπ' έχω, αν άλλη ερχόνταν να μου ειπή τούτα, κ' έξαφνα μ' εσήκονε απ' τον ύπνο, με σκληρόν τρόπο θα 'καμνα να φύγη απ' έμπροσθέν μουτα μέγαρο· και τώρα συτο γήρας χάριν έχε».

Τώρ' αν το ρωτήσης τον Κώστα Θόδωρο για τα Γιάννινα: «Φεύγα, γιε μ', θα σου πη, από δαύτα, μη μπης εκεί μέσα τι θα πεθάν'ς. Μια ψύχα μπήκα 'γω μέσα μια βολά όλ' όλ' 'ςτή ζωή μ' και πήγε να μ' πιαστή η ανάσα. Φεύγ' από δαύτα μακριά. Βνο και πάλε βνο. Στάν' και πάλε στάν'». — Κ' εγώ το 'χω ακουστά για τον Κώστα Θόδωρο, λέει ο Πολιάνος. — Να σας μολογήσω 'γώ άλλο ένα. Λέει ο Μπαρμπούτας.

Εξαίρετα, του είπε, σα στον καλόν καιρό 145 Λαλούσες, τώρ' αρχίνα, και στήσε το χορό. Όσοι τον καιρό ξοδεύουν, Και το μέλλον δε μετρούν, Στα χαμένα τον γυρεύουν, Σαν και πρώτα να τον βρουν. 150 Επειδής φτερά βαστάει. Φεύγει, τρέχει σα νερό, Κι' όπιος δεν τον κυνηγάει, Χάνει πάντα τον τορό. Σύναζε νιος όσο μπορείς, 155 Γέροντας άνεσι να βρης. Στα νιάτα σου αν οκνεύεις. Γέρος κακά πορεύεις·

Καλή ψυχή, πατέρα. — Όλα είν' υφάδια της κοιλιάς και το ψωμί στημόνι Και το καϋμένο το κρασί όλα τα θεμελιώνει, — Βύζαξε ακόμα μια βολά. — Ε, 'ς την υγειά σας πάλι Και να μας ζήση ο τσέλιγγας ν' αξαίνουν η κοπές του. Α! η γέρικ' η ψυχούλα μου μπροστέλεψε μια ψίχα, Όλο κι' αναθερμαίνουμαι. — Βύζα την τσίτσα, βύζα. — Τι χιόνια τώρ' απανωτά να στοίβασε ο χειμώναςτα ξάρημά μας τα βουνά!

Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Μα ο Πηλεύς της Θέτιδος ο άνδρας είχε γίνη, που ήταν φρόνιμος. Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Γι αυτό του το 'σκασε κ' εκείνη. Ο νους σου τώρ' ας κρίνη, παιδάκι μου, πόσα καλά η φρονιμάδα κλείνει! Τι ηδονές θα στερηθής! παιδιά, γυναίκες, φαγητά, τι γέλια και τι χάχλανα και τι παιγνίδια και πιοτά!

Λέξη Της Ημέρας

τρίκλισμα

Άλλοι Ψάχνουν