United States or Slovenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όσο μικρός κι αν είταν, εύρισκε ίσως πως είχε και κείνος τα ίδια δικαιώματα στον πατέρα μαζί με τάλλα αδέρφια κι όσο μικρός κι αν είταν ήξερε πως έπρεπε να έχη κι αυτός τη θέση του εκεί που είτανε ο μπαμπάς, η μαμά και ταδέρφια. Κοίταξε τον μπαμπά ερωτηματικά με τα μεγάλα μάτια του και με τόση θέρμη, σα να είτανε ζήτημα ζωής και θανάτου.

Βαφτίζεται η Αθηναΐδα κι ονομάζεται Ευδοκία, και γίνουνται οι γάμοι με κι από τη συνηθισμένη πιο μεγάλη λαμπρότητα και παράταξη. Αύγουστα ως τόσο δεν την έκαμε την Ευδοκία η παντοδύναμη Πουλχερία, παρ' αφού γέννησε κόρη. Ακούν ταδέρφια της τέτοια είδηση αναπάντεχη, και πού να κρυφτούνε δεν ξέρουν από το φόβο τους.

Θάρθουν ως τόσο ταδέρφια σου ως τη χώρα μαζί σας. Το ξέρω πως θα βρη μιαν ώρα να σε καθοδηγέψη ο Κωσταντής. Μα είνε κάτι πράματα, κόρη μου, που ο γνωστικώτερος αδερφός του κόσμου να τα πη δε φτάνει ο νους του, κι ως τόσο η μάννα τα συλλογιέται και τα βλέπει σαν ταστέρια που φέγγουνε στα μεσούρανα, γιατί τέλος δεν έχει η αγάπη της. Κάθισε, κόρη μου, κι άκου.

Πότε περιγράφει τα βάσανα του γέρου Επισκόπου που όρη και βουνά διάβαινε νανταμώση το Θεοδόσιο και να του ζητήση συχώρεση για την Αντιόχεια, πότε τη θλίψη του απελπισμένου λαού που γύρευε κι αυτός να πάρη τα όρη για να ξεγλυτώση από τη βασιλική οργή, και πότε πάλε παρασταίνει τη φρίκη του ο Χρυσόστομος θωρώντας στο Πραιτώριο ταδέρφια του να παιδεύουνται και να τυραννιούνται.

Τι σ' έκαμε και ξέπεσες ως εδώ, τονε ρώτηξα μια φορά. — Τι σ' έκαμε κ' ήρθες του λόγου σου! Να! τύχη γύρευα κ' ήρθα. — Και πότε λες να ξαναγυρίσης να τους δης τους δικούς σου; Είμουν πέντε χρόνια ξενιτεμένος σα συχωρέθηκε η μάννα μου· πατέρα δε γνώρισα. Ταδέρφια μου σκορπιστήκανε δω και κει, και πια δεν τάκουσα. Τι να πάω να κάμω εκεί τώρα! Εμένα οι δικοί μου είνε τώρα εδώ.

Όταν κανείς μεγάλος τονέ ρωτούσε, αν είναι αλήθεια πως έχει αρρεβωνιαστικιά, ο Σβεν απαντούσε «ναι» απερίφραστα κ' έτρεχε αμέσως κ' έπαιζε μαζί της, σα να ήθελε να ρωτήση μ' αυτό τον κόσμο, αν δεν είναι αλήθεια ωραία και χαριτωμένη, σα μια πραγματική αρρεβωνιαστικιά. Ναι, γενικά ο τρόπος του Σβεν είτανε τέτοιος, ώστε πάψανε ναστειεύουνται μαζί του· κι αυτά ταδέρφια ακόμα τον αφήσανε πια ήσυχο.

Στιβάνια στα πόδια, το κεφάλι τυλιγμένο με μαύρο μαντίλι, στενά όμως φορεμένος κι αυτός, καθώς ο αδερφός του, ο πιο κοσμογυρισμένος από τους δυο. Μ' αποδεχτήκανε λοιπόν και με περιποιήθηκαν και τα δυο ταδέρφια με τη φιλοξενία που την ξέρεις κι από τα δικά σας τα μέρη. Άλλο πράμα αυτή η καλωσύνη. Του πουλιού το γάλα να σου πω πως μου βρήκανε, θα σε γελάσω.

Να κοιμηθής γλυκά-γλυκά γιατ' είσαι αποσταμένος, Και σαν ερθούν ταδέρφια μου τον κόσμου οι αντρειωμένοι, Πέρνεις τα Μήλα τα Χρυσά και φεύγειςτην καλή σου. Κοιμάται. Κ' η Πεντάμορφητα παραθύρια βγαίνει, Παίρνει 'ςτό χέρι αργόχειρο και γλυκοτραγουδάει. Να κι' άξαφνα ξαγνάντεψαν τ' αδέρφια της 'ςτόν κάμπο, Κι' απαρατάει τ' αργόχειρο και πάει και τους προφταίνει.

Γάλα όμως πρόβειο και μυζήθρες και καρύδια και κάστανα και γουρουνάκια κι αυγά, σου τα δίνουν οι Κρητικοί με την παλληκαρήσια καρδιά τους, και το χαίρουνται ολόψυχα σαν τα καλοδέχεσαι. Να μη σου τα πολυλογώ, τα ταιριάξαμε με τα δυο ταδέρφια, και τους πήρα μαζί μου στο ταξίδι.

Ως πότε θα συλλογιέται ο ταπεινωμένος αυτός λαός το τιποτένιο του το εγώ, σα να μην είνε στημένος σε μαρτύρων αμέτρητα κόκκαλα; Ως πότε το κάθε παιδί του θα κατρακυλάη μαζί με τα θολωμένα νερά που τον πλημμυρίζουν; Ανασήκωσε το κεφάλι σου και δες γύρω σου τους μισοπνιγμένους, κι άπλωσε χέρι να τους γλυτώσης. Λησμόνησε το εγώ σου, και θυμήσου τα βασανισμένα ταδέρφια σου.