Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025


Πικρούτσικες αλήθειες, η καθεμιά τυλιγμένη σε χαλβαδόπηττα. Τέτοιο χαλβά σ' έχω χάρι να μας πουλής και μας. Τι τα λες τους δικούς σου; Αυτοί το πολύ θα γελάσουνε. Εμάς, εμάς λέγε τα και ξανάλεγέ τα, και σου τάζω πως θα βρεθή ρωμαίικη ψυχή μια μέρα να στολίση με μαρμάρινο σαρίκι την κολόννα του μνημοριού σου. Πού να πιαστής ως τόσο εσύ, Χουσεήνη μου, με τέτοια ταξίματα!

Έπειτα της εδιηγήθη και του Μωκβάλ όλην την ιστορίαν, την οποίαν του εφανέρωσε και αυτός· και πώς του επήρε το δακτυλίδι και τον άφησεν ολίγον μακράν. Διηγούμενος ο βασιλεύς ετούτην την ιστορίαν, η βασίλισσα, ο βεζύρ Αλής και ο Ρουσκάδ έμειναν εκστατικοί διά τέτοια συμβεβηκότα.

Εκεί που πια δεν είναι ενέργεια καμιά, εκεί που σου κατάντησαν όλα αδιάφορα, που για τίποτις δε σε μέλει, εκεί μη γυρέβης τον παράδεισο, αν και φαίνεται παράδεισος να μην έχης έννοιες, πίκρες και καημούς. Κάλλια την κόλαση παρά τέτοια παράδεισο.

Πάλι όμως ο Αθανάσιος αποκρίνεται πως αδύνατο πράμα γυρεύει ο Βασιλέας. Τα ίδια και δυνατώτερα μάλιστα του ξαναπάντησε σε δεύτερο φοβεριστικό γράμμα του Κωσταντίνου ο Αθανάσιος. Κ' έπρεπε έτσι, αφού ο Βασιλέας δεν ήθελε να το νοιώση. Βλέπει ο Κωνσταντίνος τέτοια δύναμη και τέτοια επιμονή, και με τον κοινό του νου συλλογιέται πως δίκιο πρέπει νάχη ο νέος Μητροπολίτης.

Σε λίγην ώρα όμως, ξάφνου, πετιέται ορθός σα μαχαιρωμένος, αγκαλιάζει τ' αλόγου του το λαιμό και του καταφιλεί το μέτωπο με δάκρυα και με τέτοια θλιβερά λόγια, μισοκομέν' από λυγμούς. — Κακότυχέ μου ντουρί, δε θα λα ιδής άλλη βολά τώρα τη Χάιδω την ώμορφη, δε θα λα σου χαϊδέψη πάλε τη χιούτη σου με τα μαρμαρένια της χέρια, δε θα λα σε ταγίση άλλη βολά το βρώμι στην πλουμισμένη της την ποδιά.

Ώρες περνούν ακόμα, Κι' από τα πλήθη ωμορφονιός σαν σταυραητός πετιέται Κι' έρχεται ομπρόςτον Βασιλιά και τέτοια απολογιέται: — Την λίμνη σου αν δεν ημπορώ να σπείρω, να θερίσω, Ούτετα σύγνεφα ψηλά κοπάδια να βοσκήσω, Όμως γεφύρι πέτρινο μπορώ να θεμελιώσω 'Στό ρέμμα του Ασπροπόταμου 'ςτόν χρόνο απάνω. Ως τόσο Διαμάντια, ασήμι μάλαμα κι' όλο το βιο του κόσμου Δε σου γυρεύω χάρισμα.

Τώρα μας παίρν' η Ελπίδα χωπ! στο σπίτι του Μορφόπουλου. Να τι θα ειπή να ζη κανείς πολλά χρόνια! Α, μα το ψωμάκι· τη βαρέθηκα τέτοια ζωή... — Μα τώρα δεν έχει πια να μας κουνήση κανείς από 'κεί. — Κανείς! δεν έχει να μας κουνήση κανείς! τι λες άραχλη ; — Εκειό που σου λέω· τώρα θα ησυχάσουμε για καλά. — Για καλά; Βέβαια, σα νάχης δίκιο. Από 'κεί θα φύγουμε με ξένα πόδια. — Τι; καβάλλα;

Ο βοσκός Θύρσις είναι αυθαδέστατος και η βοσκοπούλα Φιλίς είναι αναιδεστάτη να λέη τέτοια πράγματα μπροστά στον πατέρα της. Αι! . . . πού είναι θα λόγια που έλεγες; Μόνο νότες είναι γραμμένες εδώ. ΚΛΕΑΝΘΗΣ Τι! Δεν ξαίρετε πως τώρα τελευταία, κύριε, βρέθηκε τρόπος να γράφωνται μόνο νότες και να υπονοούνται τα λόγια; ΑΡΓΓΑΝ Πολύ καλά. Δούλος σας, κύριε και . . . au revoir.

Ζυγώνοντας στην πολιτεία, απαντήσανε ένα νέγρο ξαπλωμένο στο χώμα, που φορούσε μονάχα μισό φόρεμα δηλ. μισό πανταλόνι από γαλάζιο πανί. Του λείπανε η αριστερή γάμπα και το δεξί χέρι. — Ε! Θεέ μου, του είπε ο Αγαθούλης ολλαντέζικα, τι κάνεις εδώ φίλε μου σε τέτοια φριχτή κατάσταση; — Περιμένω τον αφέντη μου, απάντησε ο νέγρος, τον κύριο Βάντερντέντουρ, τον περίφημο μεγαλέμπορο.

Μη μας σκοτίζετε, εμάς εδώ πέρα, έχουμε άλλες δουλειές· οι προλετάριοι γυρεύουν κι αυτοί ψωμί· ο Φαρδαύλης φρενιάζει· το κεφάλαιο δεν ακούει· η βουρζουαζία κοιμάται». Ίσως θα είταν κι αυτό μια πολιτική. Μα έλα που παθαίνονται πολλοί στην Ελλάδα, άμα μάθουν καμιά τέτοια είδηση από κείνες που περιγράφω. Μπορεί να τους ονομάσει ο κ.

Λέξη Της Ημέρας

μεταβατική

Άλλοι Ψάχνουν