United States or Bermuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γιατί, σαν μπη ένας δίκαιος μες σε καράβι με ναύτες παρανόμους κι άξιους για το κάθε, μαζί με την αντίθεη τη γενιά βουλιάζει° ή με τους συντοπίτες του τους εχθροξένους που δεν θυμούνται το θεό, και δίκαιος να ’ναι, στα ίδια δίχτυα πιάστηκε με τους αδίκους κι απ’ του θεού την ίδια οργή χάθηκε μ’ όλους . Έτσι κι αυτός, του Οϊκλέους ο γυιός ο μάντης, φρόνιμος, δίκαιος, ευσεβής κι αγαθός άντρας μέγας προφήτης, σμίγοντας χωρίς να θέλη μ’ αυθαδοστόμους ασεβείς ανθρώπους, όπου να στρέψουν πολεμούν τη μακριά στράτα πίσω, -ο θεός το θέλει -θα συρθή κι αυτός μαζί τους.

Εγώ δεν απελπίστηκα. Εμίλησα στον Ανέστη, ηθέλησα να μιλήσω και στον Γεράσιμο. — Σε πειράζει, πείραξέ τον και συ· του είπα. Μιλεί για τους συντοπίτες σου· μίλησε για τους δικούς του. Μήπως έχουν και λίγα οι Σπετσιώτες. Να, πες του για το αρνοκέφαλο. Κάποιος εψώνησε από την αγορά έν' αρνοκέφαλο. Μα στο δρόμο του εγλύστρησε κ' έπεσε στη θάλσσα.

Και όταν τον εστενοχωρούσαν με τα λόγια τους και με τα βλέμματά τους που ήσαν πλέον παρακαλεστικά από τα λόγια τους, έσκαε την κόκκινη σκούφια του χάμω και μελανιάζοντας έλεγε: — Ανάθεμα στον καπετάνιο που τσουρμάρει συντοπίτες του! Να με ιδής στο πίκι κρεμασμένον Μπαρμπατρίμη, αν βάλω άλλη φορά στη γολέτα μου Μυκονιάτη!...

Χθες μόλις επήρε τη σαβούρα του, εσύναξε όλες τις προμήθιες: ψωμί, τυρί, ελιές, παστά κρέατα, νερό, καφέ και ζάχαρη και με το χάραμα έλυσε τα πρυμόσχοινα. Οι συντοπίτες όλοι άντρες, γυναίκες και παιδιά χυμένοι έξω στο ακρωτήρι εκύταζαν, το εκαμάρωναν και το κατευόδωναν με την ψυχή τρεμάμενη.

Μόνο λέγανε πάλι μια με την άλλη: «Πού να βρίσκεται ο καϋμένοςΚαλοκαίρι κι’ άνοιξη οι γυναικούλες, γυρίζοντας απ' τα χωράφια, μιλούσανε για τον τρελλό, που χάθηκε και κανένας δεν ξέρει πού να πήγε. .... Ένας χωρικός γύρισε με χρόνια από μακρυνή και πλούσια πολιτεία. Ο νεοφερμένος ιστορούσε στους συντοπίτες του μια παράξενη ιστορία. Την ιστορία ενός Προφήτη.

Είχε γνώση και κρίση· δεν ήθελε να πιστεύη παρά εκείνο που' βλεπαν τα μάτια τουίδια τα μάτια του! Από τα πρώτα χρόνια της σπουδής του ο Τσαϊπάς ήθελε να ξεχωρίζη από τους άλλους συντοπίτες του. Όχι μόνον τους αγράμματους συντοπίτες του, τους απλούς οξωμάχους, μα κι από τους σπουδασμένους ακόμη.

Σαν τι βοήθεια όμως πρέπει να δίνει στους τριγυρινούς του, και σαν τι φροντίδα να δείχνει για τον τόπο του; Να βοηθεί τον άλλο νάβρει δουλειά. Ο άλλος αυτός φυσικά πρέπει νάναι άξιος να δουλέψει. Αν είναι ακαμάτης, ανίκανος, ποιος του φταίει αν χαθεί; Ο καθένας ας κοιτάζει να μεγαλώσει την εργασία του, για να μπορέσει και σ' άλλους συντοπίτες του να δώσει δουλειά.

Από πίσω και το βασιληά τονέ βρίζουν». Πεντάρα δεν έδινε. — Έτσι που λες, κύριε έφορα! είπε σε λίγο ο Μπάρμπα Νικόλας, γυρίζοντας κατά τον οικονομικόν έφορο, ένα νεόφερτον υπάλληλο, που καθότανε στο διπλανό τραπέζι. Τούτο εδώ, κύριε έφορα, τον ξέρουν τον τόπο μας και μου παίρνουν το δίκηο. Γνωριζόμαστε, βλέπεις, από πού βαστάει η σκούφια του καθενός· συντοπίτες όλοι.

Άλλαζα καρδιοστάλλαχτες ευχές με τους διαβάτες συντοπίτες μου. Δεν εκύταζα πλέον τον ουρανό, δεν εξέταζα του φεγγαριού τη θέσι, το τρεμολάμπημα των άστρων, του ανέμου το φύσημα, της πούλιας την ανατολή. Και όταν αργά στης γυναίκας μου άραζα την αγκαλιά ποιος κόρφος και ποιο λιμάνι πλάνο ημπορούσε να χαρίση την ευτυχία μου! Έτσι επέρασεν ο δεύτερος χρόνος κ' εμπήκαμε στον τρίτον.

Έγινε κολλήγας και με τους άλλους συντοπίτες του έσπερνε και θέριζε τα χωράφια τα δικά του, φέρνοντας στο καλύβι ό,τι άφινε η ασπλαχνιά του αφέντη του. Έτσι έζησε αυτός, έτσι ο γιος του, τ' αγγόνι, το διγγόνι του. Πέρασαν χρόνια και χρόνια, γενεές και γενεές. Η κακοτυχιά όμως δεν άφινε τους Ευμορφόπουλους. Μια γενεά έδιωχνε την άλλη· μα δε μπορούσε να διώξη και τη σκλαβιά από πάνω της.