United States or Northern Mariana Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μου είπαν κάτου πως δεν είν' εδώ αυτή την ώρα. ΑΝΝΟΥΛΑ Όχι. Όταν έφυγε μας είπε πως πάει στο γραφείο του. Πάψη Περνά τη στιγμή αυτή από το νου μου η παλιά μου ζωή. Ποιά συγκίνηση πνίγει την καρδιά μου! Πόσες φορές στα ξένα δε θυμήθηκα όλες τις γωνιές του σπιτιού, που κάθε μια μου έκρυβε και μιαν ανάμνηση. Πόσες φορές δεν πεθύμησα τη μυρουδιά ενός ρόδου από τον κήπο μας.

Ήμουν δεν ήμουν πέντε χρονών, αφ' ότου ωρισμένοι τύποι γυναικών μου άρεσαν εξαιρετικά. Αλλά για μερικές απ' αυτές ήτο τόσο ξεχωριστή η προτίμησή μου και τέτοια συγκίνηση αισθανόμουν όταν τις έβλεπα όταν με επλησίαζαν, μου μιλούσαν και μάλιστα με χάιδευαν, ώστε σήμερα να νιώθω πως η αγάπη μου γι' αυτές ήτο κάτι περισσότερο ή κάτι διαφορετικώτερο από κοινή και απλή αγάπη.

Μα ο Νίκος είχε γίνει αέρας Σαν απόμεινε η Λιόλια μονάχη της, πήγε σε μια γωνιά της κάμαρης κι άρχισε, απ’ το φόβο κι απ’ τη συγκίνησή της, να σκούζη σα μικρό παιδάκι: παιδάκι ήτον ακόμα το κακόμοιρο το κορίτσι και δεν τούχαν τύχει ποτέ του τέτοια φοβερά περιστατικά.

Ιδών τον Ερμήν προσερχόμενον εχάρη μεγάλως ο νεαρός θεός, ούτ' εδυσκολεύθη να ανοίξη εις αυτόν την καρδίαν του, και να του διηγηθή τα μυστικά του, ελπίζων να συγκινήση αυτόν και να τύχη της ελευθερίας.

ΘΕΤ. Δι' εαυτήν μεν εσιώπα και αγογγύστως υπέφερε την καταδίκην• παρεκάλει όμως διά το βρέφος να μη φονευθή και το εδείκνυε προς τον πάππον, διά να τον συγκίνηση με το κάλλος του• αυτό δε εξ αγνοίας των κακών εμειδία προς την θάλασσαν. Αλλά τα δάκρυα πάλιν πλημμυρούν τους οφθαλμούς μου εις την ανάμνησιν των όσων είδα. ΔΩΡ. Και εγώ συγκινούμαι. Αλλά δεν μου λες απέθαναν;

Τοιαύτα λέγουσα κατώρθωσε τέλος πάντων να ελκύση την εύνοιαν των ακροατών της, ως ηδυνήθη και ο Ορφεύς διά της λύρας του να συγκίνηση τους λίθους.

Θαρρώ και πως μείδε κίσως για να μαποφύγη μες στο χωριό, πήρε ένα πλάγιο δρόμο. Εγώ γύρισα πίσω και βιαστικά προχώρησα έξω από το χωριό. Κεπειδή καταλάβαινα προς πού θα πήγαινε και ποιό δρόμο θάπαιρνε, προσπέρασα, μπήκα σένα παράστρατο κεκεί την περίμενα. Σε λίγο φάνηκε κιόταν ξαφνικά μείδε σαπόσταση, στάθηκε, είτε από συγκίνηση, είτε γιατί φοβήθηκε να μη τη δουν μαζή μου.

Θυμήθηκα την ανησυχία, τα δάκρυα, τον σκοτισμό της διανοίας, την αδυμονίαν της καρδιάς, που είχα υποφέρει εις εκείνη την τρύπα. — Κανένα βήμα δεν έκαμνα, που να μην εγεννούσε μέσα μου την παρατήρηση. Ο προσκυνητής εις τους άγιους τόπους δεν απαντά τόσα μέρη θρησκευτικών αναμνήσεων, και η ψυχή του δύσκολα είναι τόσο γεμάτη από ιερή συγκίνηση. — Ακόμη έν από τα πολλά.

Δεν ένοιωθε συγκίνηση, αλλά εκείνο το γλυκό, απροσδιόριστο παράπονο, που φαινόταν ν’ ανεβαίνει από την ηρεμία του πρασινωπού νερού, τον τραβούσε σαν δέλεαρ. Μπήκε, σήκωσε το βλέμμα και αμέσως κατάλαβε ότι το κτηματάκι ήταν κακοκαλλιεργημένο. Έμοιαζε με τόπο που δεν έχει νοικοκύρη: τα δέντρα ήταν κιόλας γυμνά από καρπούς κι εδώ κι εκεί κρεμόταν κανένα σπασμένο κλαδί.

Η εγγύς παρουσία της μαύρης εκείνης ανομίας, η έλλειψις και της παθητικής ακόμη ταπεινώσεώς του να συγκινήση ή να θίξη τον βδελυρόν σκοπόν του ανθρώπου, ετάραξε την ανθρωπίνην καρδίαν του Ιησού μέχρι των βαθυτάτων μυχίων της, και απέσπασεν απ' Αυτού εν τη αγωνία Του την σαφεστέραν ακόμη πρόρρησιν, «Αμήν, αμήν, λέγω υμίν, ότι είς εξ υμών παραδώσει Με». Την νύκτα εκείνην όλοι, και οι πλέον αγαπημένοι, έμελλον να Τον εγκαταλίπωσιν, αλλά δεν ήτο τούτο· την νύχτα εκείνην και ο ευτολμότερος την καρδίαν έμελλε να Τον αρνηθή μεθ' όρκου, αλλά δεν ήτο τούτο· όχι, αλλ' είς εξ αυτών έμελλε να Τον παραδώση.