United States or Åland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άφηνεν όμως και την σύζυγόν του να φροντίζη διά τον αποστάτην και επροσποιειτο ότι δεν εγνώριζε και δεν εξήταζε πώς ετρέφετο και πώς ενεδύετο ο Μανώλης. Η Ρηγινιώ δεν έπαυε να νουθετή τον Μανώλην και να προσπαθή να τον συγκινήση διά την Πηγήν. Αλλ' έχανε τα λόγια της. — Αν έρχεσαι να μου μιλής για τη μουστακάτη, έλεγε με θυμόν ο Μανώλης, να μην έρχεσαι.

Δεν πειράζει, κόρη μου· δεν πειράζει· είπε η γερόντισσα με καλοκάγαθη φωνή· το ντύμα δεν τιμάει τον άνθρωπο. — Ο άνθρωπος τιμάει το ντύμα· το ξέρω. Και τα φτωχόρρουχα τα δικά μου θα γίνουν στο κορμί σου πουκάμισο της Παναγιάς. Βοηθούσε την κυρά Πανώρια στο άλλαγμα και τα χέρια της έτρεμαν από τη συγκίνηση.

Εκεί που γινόταν η στεφάνωση κ' η θεια Ελέγκω έκλαιγε φωναχτά απ’ τη συγκίνησή της και γιατί τόχε πάρει πια σκοινί γαϊτάνι απ' τις ιστορίες του εκκλησιάρη, η Λιόλια ήτονε σα χαμένη απ' τον εαυτό της κι όλο κρυφόβλεπε κατά τους τοίχους μήπως και ξανοίξη τα μάτια των Αγίων ή τα χέρια τους να ευλογούν.

Όταν έφθασεν εκεί επάνω, εν μέσω των γνωρίμων βουνών, των γνωρίμων δένδρων και των γνωρίμων ζώων, των μόνων του αληθινών γνωρίμων και φίλων, τον κατέλαβεν η συγκίνηση και η χαρά του ανθρώπου του επιστρέφοντος εις την πατρίδα του, την οποίαν δεν ήλπιζε να επανίδη. Και θα εχοροπήδα ως τρελλός, αν δεν εμετρίαζε την χαράν του ο φόβος ότι ο πατήρ του θα ήρχετο διά να τον επαναφέρη εις το σχολείον.

Όσο για μένα, αιστάνθηκα βέβαια και γω συγκίνηση, τόσο από τις ενθύμησες που μου ξυπνούσαν αυτά τα μέρη, όσο κι από την καταστροφή που έγινε κει. Μα ούτε σκέφτηκα διόλου να συνδέσω την ερήμωση αυτή με ό,τι μου είταν αγαπημένο και σημαντικό. Κ' έμεινα σαστισμένος εμπρός σ' αυτό το ξέσπασμα του πόνου. Δοκίμασα να το ησυχάσω με τα συνηθισμένα μέσα, που ησυχάζει ο άντρας το γυναίκιον πόνο. Με χάδια.

Έστεκα εκεί κ' η συγκίνηση μου είτανε τόσο μεγάλη, ώστε δεν μπορούσα να νοιώσω τίποτε από κείνα που έβλεπα. Έβλεπα πως ο γιατρός έστεκε κει κ' αιστανόμουνα πως η γυναίκα μου με κρατούσε αγκαλιασμένον σφιχτά. Έβλεπα καθαρά πως φαινότανε χαρούμενη, μάλιστα πιο πολύ από ευτυχισμένη και πως έπρεπε να είμαι και γω. Άκουσα κάτι για μια λιποθυμία, που τώρα πέρασε και πως ο γιατρός τη θαρρούσε ασήμαντη.

Θυμάσαι το ξύλινο γιοφύρι που τόχουν φάη οι βροχές κ' οι τροχοί των κάρρων και των αμαξιών πούνε γεμάτο στις όχτες του από βοστίνες, αγριομενεξέδες και κρινάκια; Θα το περάσουμε αγκαλιασμένοι σαν τότες, και θα κοιτάξουμε με συγκίνηση ματαπάλε τον γκρεμό...κάτω, που βόσκουν στα πλάγια του τα γίδια.

ΕΡΝΕΣΤΟΣ. — Ώστε η ζωή είναι μια αποτυχία; ΓΙΛΒΕΡΤΟΣ. — Από την καλλιτεχνική της όψη ασφαλώς. Και το κυριώτατο πράγμα, που κάνει τη ζωή χρεωκοπημένη από την καλλιτεχνικήν αυτή μεριά, είν' εκείνο που δίνει στη ζωή την ευτελή της ασφάλεια, το ότι δηλαδή δεν μπορεί ποτέ κανείς να ξαναδοκιμάση απαράλλακτα την ίδια συγκίνηση. Πόσο διαφορετικά είναι τα πράγματα στον κόσμο της Τέχνης!

Είναι βαρύτιμον κληροδότημα μεταβιβασθέν παρά του Διάκου εις τους ποιητάς της νέας Ελλάδος, είναι κελάδημα ικανόν να συγκινήση τους ανυδροτέρους οφθαλμούς και τας τραχυτέρας καρδίας.

Φτάνει που πίστευε πως εκειό που έκανε ήταν και σωστό. Τώρα είπε ναρνηθή το θάμα και τ' αρνήθηκε. Δε θα βγη από το σπίτι του, δε θα πάη πουθενά, δε θέλει να ιδή τίποτα!... Η συγκίνηση όμως του λαού τον ανησύχησε. Όσο πρόβαινε η μέρα, τόσο βασανιζότανε. Δυο ψυχές και δυο εποχές πάλαιβαν μέσα του.