United States or Equatorial Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε, η Ιζόλδη έκλαψε και είπε: «Δυστυχισμένη εγώ! Πάρα πολύ έζησα, αφού είδα την ημέρα όπου ο Τριστάνος με κοροϊδεύει και με ντροπιάζει. Άλλοτε, για τόνομά μου, και ποιον εχτρό δε θ' αντιμετώπιζε; Είναι γενναίος. Αν έφυγε μπρος στο Μπλεχερή, αν δεν καταδέχτηκε να σταθή στ' όνομα της φίλης του, α! — είναι γιατί τον κατέχει η άλλη Ιζόλδη.

Και χωρίς να σηκώση τους οφθαλμούς από του άκρου του σιγάρου του, εδόθη εκ νέου εις την συνήθη αυτού κίνησιν, με τας χείρας πάντοτε δεδεμένας όπισθεν. Πρέπει να σημειώσω, ότι τον κ. Π. κανείς δεν είδεν εν τω ατμοπλοίω καθήμενον, εκτός κατά το δείπνον εις την τράπεζαν, και ότι εγώ θα ήμην ίσως ο πρώτος, όστις τον είδε να σταθή επί τινα δευτερόλεπτα.

Η πολυήμερος κάθειρξις αυτής εν τω υπερώω, η εκούσιος ασιτία, εις ην είχεν υποβάλει εαυτήν, και η στενοχωρία είχον εξασθενίσει το σώμα της. Η βιαία δε και απότομος εις το ύπαιθρον μετάβασις, ο άνεμος, το ψύχος και η υγρασία τη επροξένουν νάρκην. Δεν ηδύνατο ουδέ να σταθή ορθία. — Σηκώσου, επανέλαβε γογγύζων ο Σκούντας. Η Αϊμά εσιώπα.

Απέρασαν σχεδόν δύο χρόνοι που ευρισκόμουν με εκείνους τους Φακίρηδες, και περισσότερον ακόμη ήθελα σταθή αν εκείνος που με αυτούς με είχε ανταμώσει, και που περισσότερον από τους άλλους τον αγαπούσα, δεν μου ήθελε προβάλλει να ταξειδεύσωμεν.

Και κατ' αρχάς μεν έγιναν ιπποδρομίαι, εις τας οποίας έλαβον μέρος και αμαξηλάται με τα χονδρά των άλογα· έπειτα δε ετελέσθησαν κωμικοί και άθλιοι σωματικοί αγώνες, δόλιχοι, αναρρίχησις εις ιστόν, εις την οποίαν έλαβε μέρος και τυφλός τις επαίτης, και ασκωλιασμός . Με το τελευταίον γύμνασμα τουλάχιστον εγέλασαν πολύ οι αφελείς Αθηναίοι της τότε εποχής, διότι συνίστατο εις πήδημα επί φουσκωμένου ασκού και έπεσαν πολλοί, νικητής δε ανεδείχθη επί τέλους εκείνος όστις κατώρθωσε να σταθή επί του ασκού στιγμάς τινας.

Έφθασαν δε μετ' ολίγον εις την κατοικίαν του αρχηγού, και οι στρατιώται μετά της Αϊμάς ανέβησαν εκείσε, ο δε Μάχτος έμεινε διστάζων κάτωθεν του οίκου. Ο δε Σκούντας εκρύπτετο, και είχε σταθή κατασκοπεύων όπισθεν του τοίχου. Προ μιας μόλις ώρας εις την οικίαν ταύτην είχε συμβή το εξής. Άνθρωπός τις επαρουσιάσθη και έκρουσε την θύραν.

Αφ' ης ώρας ο ιερεύς προ του βωμού ήνωσε τας χείρας των, ψάλλων το &Ησαΐα χόρευε&, αν και δεν εννόει τας λέξεις, εγνώριζεν ότι αυτή ήτο του Στάθη, εις αυτόν ανήκεν η ψύχη και το σώμα της, πάσα σκέψις της και πάσα υποταγή. — Όλα! εψιθύριζεν από ώρας εις ώραν. Η λυγερή δεν ησθάνετο καθόλου όρεξιν να φάγη. Έρριψε τα στρώματα επί του εδάφους και ηπλώθη να κοιμηθή.

Αλλοίμονο στο σιταρόσπειρο που πέφτη, στου μύλου τα δόντια! Εφτά ήμαστε στο μπαρκομπέστια και ο καπετάνιος οχτώ. Και οι οχτώ μάτι δεν εκλείσαμε, τσιγάρο δεν εστρίψαμε όλη νύχτα. Ντυμένοι με τους μουσαμάδες, άλλος εδώ και άλλος εκεί, κάτω από τις βάρκες, πίσω από το μαγεριό, στη ρίζα του καταρτιού, όπου επρόφτανε καθένας εγύρευε μέρος να σταθή.

— . . . Τα μυρίστηκα εγώ, που ήθελαν να κρυφτούν κάτω στο ρέμμα, δίπλα στο δρόμο μας . . . Τους άκουσα που μουρμούριζαν οι δύο τους: — «Βρε συ, Στάθη, καϋμένε, να, με την κάπα να στήσης ολόρθη την κουκούλα, και τα μανίκια της κάπας να τα σηκώσης ψηλά, να φαίνεται σα στιχειόΠού, βρε συ, Γιάννη; του λέει ο άλλοςΝα, κάτω, στα σχίνια εκεί . . . κ' εγώ να κάνω το βοϊδάκι, τάχα, να μουγκρίζω . . . κι' απέκει, σα λακκήσουν, τους παίρνουμε με τα κοτρώνια». Σαν τάκουσα, καλά, να σας δείξω εγώ! . . . Λέγω της γρηάς να καθίση στην άκρη, να βαστά τον ανασασμό της, και να με καρτερή, κ' έφτασα . . . «Πού πάς; — ΣώπαΠαίρνω το μονοπάτι, στην πέρα πάντα . . . Κατά τα σκίνια αυτοί, κατά τα πρινάρια εγώ . . . Τους βλέπω αντίκρυ που παραμόνευαν κρυμμένοι.

Οι λόγοι του δεν εφάνησαν πιστευτοί, αλλά και κανείς δεν ημπορούσε να τον εμποδίση από του να κινηθή, διότι χειροπιαστή αιτία δεν υπήρχε και διότι είχεν όχι ευκαταφρόνητον στρατιωτικήν δύναμιν· μ' όλον ότι ήτο κατατρεγμένος από την Διοίκησιν και ασθενής εις τοιούτον βαθμόν, ώστε δεν ηδύνατο, όταν εξήλθεν από το Ανατολικόν, ουδέ έφιππος να σταθή.