Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025
Η Αροούγια εχαμογέλασεν επάνω εις ετούτα τα λόγια και πιάνοντάς τον από το χέρι, τον επερικάλεσε να βγάλη το φακιόλι και τα φορέματά του, και να σταθή με ελευθερίαν.
Δύσκολον ήτο να σταθή τις επί του λόφου την εσπέραν της προπαρελθούσης τρίτης· τόσον πολύς ήτο ο κόσμος των περιέργων.
Αλλά αυτό άραγε δεν είναι με ισχυροτάτους λόγους αδύνατον, δηλαδή η κίνησις να σταθή και η στάσις να κινηθή; Θεαίτητος. Πώς δεν είναι; Ξένος. Τότε λοιπόν υπολείπετε μόνον η τρίτη περίπτωσις. Θεαίτητος. Μάλιστα. Ξένος. Και βεβαίως οπωσδήποτε το έν από αυτά τα τρία είναι κατ' ανάγκην ορθόν, δηλαδή ή όλα, ή κανέν, ή άλλα θέλουν και άλλα δεν θέλουν να συγκοινωνούν. Θεαίτητος. Πώς όχι; Ξένος.
Ένα κοριτσάκι κάτι αψηλότερο από μένα, ξανθούτσικο, χαμηλόβλεπο, γελαζούμενο, νόστιμα ντυμένο, και μ' άσπρο μαντιλάκι στο χέρι. Η μάννα της, μαγουλικωμένη και μαυροφόρα, ακολουθούσε. Ήρθαν και στάθηκαν πλάγι μας. Α ζωντάνευε της Παναγιάς η εικόνα, κ' έρχουνταν έτσι να σταθή κοντά μου, δε θα με γλυκοτρόμαζε πιώτερο.
Λέγει το βόιδι· ειπέ μου, να ζης, τι ήκουσες; ήξευρε ότι ο αυθέντης μας είπε του γεωργού αυτά τα θλιβερά λόγια, ήγουν, επειδή και το βόιδι δεν τρώγει, ούτε ημπορεί να σταθή εις τα ποδάρια του, αύριον να κράξης τον μακελλάρην να το σφάξη, και το μεν κρέας το αλατίζομεν, το δε δέρμα του το δίδομεν να το αργάσουν, διότι θέλει μας χρειασθή.
Εν τη ανησύχω δ' αυτής θέσει εν τη οποία ευρίσκετο, ήρχισαν πάλιν ν' αναγεννώνται, μία προς μίαν αι αιτιάσεις της κατά του Στάθη, όστις επέμεινε να την στείλη με τα γαλιά.
Σιγά — σιγά καθώς σκέβρωσε το κορμί της δεν μπορούσε να σταθή στα κοκκαλιάρικα πόδια της κι' όλο έγερνε να πέση με τα μούτρα στο χώμα. Μα το χώμα δεν την ήθελε. Χίλιες φορές έπεσε προύμυτα στη γη και χίλιες φορές τη σηκώσανε πάλι οι διαβάτες. Δεν είχε ούτε ένα ραβδί ν' ακουμπήση τα γηρατειά της.
Ο Αγκούτσας, με το ηλιοκαές και ρικνόν πρόσωπον, με τα πυκνά αχτένιστα μαλλιά, έμεινε σύνοφρυς επ' ολίγα δευτερόλεπτα και έπειτα είπε· — Τι μ' δίνεις, Στάθη, να κατηβώ εγώ, να σ' τσ' ανεβάσω; — Θα κατεβώ εγώ, απήντησεν ο Στάθης. — Τουλόου σ', Στάθη, έχεις γ'ναίκα και πηδιά . . . Άφσε να κατηβώ ηγώ, απ' δεν έχου στουν ήλιο μοίρα. — Ο Στάθης εσιώπα.
Επί της κορυφής του ορθού ξύλου θέτει ένα ναυτικόν κούκκον, τον οποίον είχεν αφ' ου χρόνου εταξείδευε με τα ξένα πλοία εις Ιταλίαν και εις τον Αδρίαν. Διά να σταθή οπωσούν ο κούκκος, τον περιδένει ολόγυρα με το κίτρινο ζωνάρι του ως σαρίκι. — Είνε σωστό σκιάζουρο, εψιθύρισεν ο μπάρμπ’-Αλέξης.
Εσύ εκεί θέλεις σταθή φυλαγμένη και η γυναίκα μου που είναι καλής διαθέσεως, θέλει σε περιποιηθή με αγάπην. Φθάνοντας δε μετ' ολίγον πλησίον εις πολλάς τέντας, που εκατοικούσαν πολλοί αράπηδες κλέπται, επήγαν και εξεπέζευσαν εις την τένταν του, εις την οποίαν εμβάζοντας την Ρεσπίναν, την επαρέστησε της γυναικός του, διηγούμενός της με τι τρόπον την εσυναπάντησεν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν