Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025


Μόλις εκείνος απομακρύνθηκε, κοίταξε τριγύρω της και κατέβηκε μέχρι το σπιτάκι της γριάς Ποτόι. Η μικρή πόρτα ήταν ανοιχτή, αλλά στο εσωτερικό ήταν σκοτάδι και μόνο μετά το δειλό κάλεσμα της Νοέμι η γριά έκανε την εμφάνισή της μέσα από το πυκνό σκοτάδι της τρώγλης κρατώντας ένα δαυλί αναμμένο. Το κοκκινωπό αμυδρό φως έκανε να σπιθοβολούν τα κοσμήματά της. «Θεια-Ποτόι, εγώ είμαι.

Και όταν ο Παπά-Νικόλας, φθάσας εις το άκρον της προκυμαίας, έρριψε τον Σταυρόν εις την θάλασσαν εν ιερά συγκινήσει, εν τω άμα τρεις ναύται μέσα εις την σκούναν του καπετάν Μοναχάκη, την κατάμαυρην σκούναν με το άσπρο μπούρδο, εκρότησαν τρία τρομπόνια κραταιώς, όπου εσείσθη, όλον το χωρίον, κ' εχόρευσεν από χαράν και το μικρό κάτασπρο σπιτάκι επάνω εις την κορυφήν του Βράχου, 'σαν ντάμπια υψηλά εκεί καλοσυγυρισμένη, κ' εφάνη ως να έπεσαν από εκεί τα τρία χαρμόσυνα κροτήματα, της ιεράς ημέρας χαιρετίσματα.

Μπορούσαν όμως, αν ήθελαν, να το ψηλώσουν και να το μεγαλώσουν με τον καιρό. Ο γέρος γεννήθηκε σε καλύβι και πέθανε σε σπιτάκι. Οι γιοι από σπιτάκι ας το κάμουν σπίταρο, παλάτι! Αν και ήξερε καλά πως δεν ήταν ακόμα καιρός για τέτοιες πολυτέλειες. Το σπιτάκι μπορούσε να τους θρέψη και να τους μεγαλώση μια χαρά.

Με το ένα μάτι έβλεπε την εύμορφη, γυναίκα του, 'ς τους ώμους του επάνω ακκουμβώσαν, και με το άλλο εκαμάρωνε την τυχηρή την σκούνα, την κατάμαυρη, με το άσπρο μπούρδο σκούνα του, που ήτον αραγμένη, ωσάν ζωγραφιά από κάτω από το μικρό σπιτάκι του, από την φωλίτσαν εκείνην την ζηλευτήν, φορτωμένη σιτάρι για την Ζάκυνθον.

Εγώ μια φορά τ' άκουσα, μιαν ώρα, μια στιγμή καλή και βλογημένη κ' έπειτα τόχασα· μούδωκε την άξια του υπόσκεση και χάθηκε σα φάντασμα. Έτσι ήταν μεσημέρι χειμωνιάτικο, κουφό μα καλόβουλο και καλόκαρδο μεσημέρι εδώ και δέκα χρόνια. Έμπαινα για να θρονιαστώ στο καινούριο σπίτι μας· το σπιτάκι μας τ' απλόχωρο με τις πόρτες τις τορνευτές και τις μαρμαρένιες σκάλες του.

Διαολοσπορές! είπε ο Χαγάνος, σφαλώντας με θυμό το παραθύρι του. Το σπιτάκι της Ελπίδας ήταν ψηλά στο κορφοβούνι. Καθώς ήταν μικρό και χορταριασμένο έμοιαζε με Βυζαντινό ερημοκκλήσι. Πότε τα σύγνεφα το τύλιγαν στις μελαψές τουλούπες τους, πότε ο ήλιος στα χρυσά του δίχτυα.

Σ' την σκάλα, πέραν, επωλούσαν μήλα και κάστανα τα ζαγοριανά καΐκια, τα στραβοκάικα, και τα μαγαζειά του χωριού, 'ς την γραμμή, χεροπιασμένα, λες κι' αγνάντευαν το εύμορφο το Ξενιώ, που άσπριζεν επάνω το σπιτάκι της, με μια μανδήλα κάτασπρη εις τα ξανθά μαλλιά της.

Εγώνα το ξέρτεδε γεννήθηκα για να πεθάνω εύκολα... Μα τι κάθουμαι και σας ψέλνω· επρόσθεσε σκάζοντας τα γέλοια. Κ' εσείς θα ζήστε· θα ζήσουμε μαζί ακόμα για πολύ· αργεί η ώρα σας. Οι γέροι κούνησαν μονόγνωμοι το κεφάλι σα να έλεγαν: «από το στόμα σου και στου θεού τ' αυτί». Εκείνη την ώρα ακούστηκαν έξω αλυχτήματα και βαρειά πατήματα, σαν κάποιος να πλησίαζε στο σπιτάκι.

Ο Σοφοκλής ήτο ευθυμότερος του συνήθους. — Βλέπεις εκεί κάτωμου λέγει, ενώ ερρόφα την δευτέραν του μπίραντο σπιτάκι εκείνο, στα δένδρα μέσα; Εκεί ήμουν χθες κ' εσυμφωνούσα με την οικοκυρά να μου το νοικιάση για το καλοκαίρι· τι έχει να γείνη εκεί μέσα, θα μάθης και θα ιδής τι πράγμα είν' ο Σοφοκλής, γιατί η τύχη δεν θέλησε ακόμα να τον γνωρίσης.

Διές εδωπέρα στο σπιτάκι που νοίκιασα κοντά κοντά στο Παρίσι, διές τι ήσυχος που είμαι. Το παραθύρι μου είναι ανοιχτό και κοιτάζω πού και πού το περιβόλι, γιατί έχω και περιβόλι. Ταγέρι το χαδεφτικό που φυσά μέσα στα λουλούδια και που παίζει μαζί με τα φύλλα, είναι η μόνη μου χαρά. Τι γλυκειά που είναι η μυρωδιά του! Εδώ που κάθουμαι είναι ίσκιος και μια ολόδροση ζέστη γέμισε την κάμερή μου.

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν