Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025


Κι' όπως λιοντάρι π' απαντάει ατσόπανα κοπάδια, 485 πρόβατα ή γίδια, αιμόδιψο τους ρήχνεται στη μέση, έτσι έπεσε και του Τυδιά ο γιος απάς στους Θράκες ως πούφαγε άντρες δώδεκα, ενώ ο σοφός Δυσσέας, όπιον ζυγώνοντας σιμά μαχαίρωνε ο Διομήδης, πίσω του αφτός τον έπιανε απ' το ποδάρι, κι' όξω 490 τόνε τραβούσε, τι ήθελε τ' ασπροτριχάτα ζώα με δίχως κόπο να διαβούν, κι' όχι κορμιά πατώντας να φοβηθούν· τι από νεκρούς δεν ήξεραν ακόμα.

Αν δε η τύχη σε καταδιώξη και δεν δυνηθής με όλην την καλήν διάθεσιν να εύρης ούτε πελάτας αν ήσαι δικηγόρος, ούτε θαμώνας αν έχης καφφενείον, ούτε αυθέντην αν ήσαι υπηρέτης, αν πρωίαν τινά σε μετέβαλεν ο κ. υπουργός από τελωνοφύλακος εις παυσανίαν, και ματαίως εζήτησες δικόγραφα ν' αντιγράψης ή πρόβατα να βοσκήσης, ω τότε είσαι βεβαίως άξιος να ονομασθής «οκνηρός, ακαμάτης, χασομέρης, μπόσικος, ντεμπέλης». Μυριάκις ολιγώτερον ταπεινωτική διά την φιλοτιμίαν σου είνε η ιδιότης του αρρώστου.

Καλά! είπε ο Μαρτίνος, να πώς οι άνθρωποι φέρνονται αναμεταξύ τους. — Είναι αλήθεια, είπε ο Αγαθούλης, πως υπάρχει κάτι διαβολικό σ' αυτή την υπόθεση. Ενώ μιλούσε, παρατήρησε κάτι λαμπερό κόκκινο, που κολυμπούσε κοντά στο καράβι τους. Κατεβάσανε τη βάρκα να ιδούνε τι ήτανε· ήταν ένα από τα πρόβατά του, που είχε χάσει άλλα εκατό τέτοια, φορτωμένα χοντρά διαμάντια του Ελδοράδο.

Περί το τέλος των αποστολικών περιπλανήσεων, κατά την διάρκειαν των οποίων συνέβησαν τινα των προειρημένων, ο Ιησούς εις την θέαν του πλήθους ησθάνθη βαθυτάτην συμπάθειαν. «Και ιδών εσπλαγχνίσθη επ' αυτούς, ότι ήσαν ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα». Ήσαν προσέτι όμοιοι με σπαρτά ώριμα, αλλ' αθέριστα δι' έλλειψιν εργατών.

Τότε εφροντίζανε να τρώνε τα βόιδια άχερο στους σταύλους, τα γίδια και τα πρόβατα στις στάνες φύλλα, οι χοίροι στα χοιροστάσια πρινοκόκκι και βαλανίδια.

Κ' έτσι καμμιά βολά έρχονταν και 'ςτά χέρια και κάπου κάπου και 'ςτ' άρματα, κ' έπαιζε ξύλο κι άνοιγαν λαβωματιές. Κακοπάθαιναν και τα μαύρα τα πρόβατα. Αυτά ξανάλεγαν οι αγωγιάτες. Κ' έπαιρναν όλο το δίκιο με το μεράδι τους αυτοί, γιατ' ήταν από τη φάρα των τσελιγκάδων. Ύστερα είπαν για τους νέους μουχτάριδες πού θα νάβγαζαν τη χρονιά εκείνη.

Χάθηκε μέσα τον κάμπο, συνεπαίρνοντας του χωριού το καμάρι, της καψο-Ζαχαρούλας την παρηγοριά... — Χάι! χάι! Ψαρή μ'... — Οπού λες. Απάνου στης Αρκαδιάς τα πυκνά τα δάσα εκ' ήταν οπέβοσκε τις άπειρες κοπές του Μπέη, του Νάκο-Μήτρα ταρφανό. Κ' εκ' ήταν οπούχε τα μαντριά του. Ήταν κοντά μια λίμνα απόδιπλα. Σαλάχαε ο Αργύρης τα πρόβατα στη λίμνα, να τα ποτίση.

Αριά και που απαντούσαμε κάνα κοπάδι πρόβατα μαζεμμένα όλα μαζί, σχεδόν κουλουριασμένα, που τραβούσαν λυπημένα γρήγορα γρήγορα με σκυμμένα κεφάλια χωρίς να κοιτάζουν να βοσκήσουν με τα κουδούνια τους αφίνοντας μέσα στη ρεμματιά λυπημένους αχούς. Όλη η ατμόσφαιρα είταν γεμάτη από βαθύ παράπονο, από απέραντη, θλίψη, από μεγάλο πόνο.

Ο Χρήστος ησθάνετο τας δυνάμεις του εκλειπούσας και ήρχιζε ν' απελπίζεται, ότε έξαφνα ακούει μακρόθεν μίαν φωνήν, την φωνήν του Γερομήτρου. — Βάστα, Χρήστε, έφθασα! Τα πρόβατα του Χρήστου φεύγοντα είχον φθάσει μέχρι της καλύβης του Γερομήτρου. Εκπλαγείς ο γέρων ήνοιξε την θύραν του και είδε μακρόθεν τον Χρήστον παλαίοντα με το θηρίον.

Θα είχον δε άρτον άφθονον και εκλεκτόν και όχι, όπως προηγουμένως, μαύρον και ξηρόν και ως προσφάγιον όχι παστόψαρον ή θύμον, αλλά κρέατα παντοειδή και οίνον τον εκλεκτώτεοον και χρήματα παρ' οιουδήποτε θέλουν• διότι φορολογούν τον κόσμον ή, όπως αυτοί λέγουν, κουρεύουν τα πρόβατα.

Λέξη Της Ημέρας

τρίκλισμα

Άλλοι Ψάχνουν