Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025
Ποτέ μου δε θα τη ξεχάσω αυτή τη γυναίκα. Στάθηκε τόσο ευγενική και τόσο περήφανη μαζή μου. Μούδειξε την αγάπη της χίλιες φορές. Στην αρρώστεια μου σαράντα μέρες ξενύχτισε στο προσκέφαλό μου. Ποια τίμια γυναίκα θα φερνότανε έτσι; Και τώρα ακόμα, τώρα που νευριασμένος εγώ από την ιδέα πως με κυνηγάει, της κακομίλησα σαν τον τελευταίο παλιάνθρωπο, αυτή φάνηκε ανώτερη κι' ευγενικώτερη από μένα.
— Αν δεν έλθης, δεν βάζουν στέφανα, είπεν η Αφέντρα. Εσύ είσαι δεύτερος πατέρας για μας, θα σου φιλήσωμε το χέρι κ' εγώ κι' ο Γρηγόρης . . . ως τόσο, δε δίνεις μόνος σου κειναδά τα λεπτά; . . . . χίλιες δραχμές του έχουνε τάξει ακόμα . . . Δεν τα δίνεις με το χεράκι σου; αποκάτ' απ' το προσκέφαλό σου τάχεις;
Μια μέρα ο πατέρας αρρώστησε και στην εβδομάδα απανωθιό έγεινε του θανάτου. Τη στιγμή, που θ' απέθνησκε είπε στο παιδί του, που κάθονταν στο προσκέφαλό του κι' έκλαιγε: — Μην κλαις, παιδί μου! Έτσ' είν' ο κόσμος. Ο γονιός πρέπει να πεθαίνη πρωτύτερα από το παιδί του, κι' αυτό είναι το καλύτερο. Αν πέθαιναν τα παιδιά πρωτύτερα από τους γονιούς τότε η πλάση θα χάνονταν.
Πώς ήταν τούτο το καλό; Κάθισμα φέρε, Ευνόη, και βάλε και προσκέφαλο. ΓΟΡΓΩ Ωραία! ΠΡΑΞΙΝΟΗ Κάθισε τώρα. ΓΟΡΓΩ Τι τράβηξα ως που νάρθω εδώ! πώς γλύτωσα δεν ξέρω. Τι κόσμος και τι άμαξες! ένα σωρό στρατιώτες· όπου κι αν στρέψης για να 'δής, παντού χλαμύδες βλέπεις. Κι ο δρόμος είν' ατελείωτος και το δικό σου σπίτι ώρες μακρυά απ' το σπίτι μου.
Ο παπάς, μη θέλοντας ν' ανακατέψη πλειότερο τη χολή της καρδιάς της, ακούμπησε κι' αυτός στο προσκέφαλο κι' άρχιζε να παίζη το κομπολόγι του «τικ-τακ, τικ-τακ... » κ' η Μαριανθούλα έγειρε στην αγκαλιά της γριάς με τα μαγουλα κατακόκκινα από την επιρροή της μεγάλης φωτιάς.
Όλη νύκτα εκλαίαμε γονατιστοί εις το προσκέφαλό της και της εφιλήσαμε χέρια και πόδια, κι' ούτε μας αποκρίνουνταν, ούτε γύρισε να μας δη. Εφοβούμεθα πως είνε κακιωμένη μαζί μας. Επειτα ήλθαν δύο γιατροί και μας είπαν ότι είχε τρελλαθή. Τους γιατρούς εσυντρόφευεν ο αστυνόμος.
Η μάνα μου πέρασε τη νύχτα άγρυπνη στο προσκέφαλό μου να μου βάζη βρεμμένα πανιά στο μετωπο και να μου κάνη διάφορα γιατρικά. Και μες στις ζάλες μου την είδα μια στιγμή να κλαίη. Ο νυχτερινός πυρετός κείνος μαφήκε τρομερή εξάντληση και το επόμενο βράδυ μούρθε πάλι.
Αισθανόταν το κεφάλι της κουδούνι απ’ αυτήν την ασυνείθιστη αγαλλίαση που της έκανε σχεδόν τρόμο . . Σαν αντίκρυσε τα μάτια της Βεργινίας που είχε ανασηκωθή στο προσκέφαλο κ’ έσφιγγε με το χέρι το στήθος της, τα ρόδα του προσώπου της μονομιάς ξεφύλλισαν. . της ήρθαν τα κλάματα κ' έπεσε στα πόδια του κρεββατιού με το πρόσωπο μες τις κουβέρτες Πήγε ο Νίκος κοντά της να της πη πως δεν τόθελε να την πικράνη.
Μια τόσο απαίσια βρώμα έβγαινε από της πληγές του, ώστε και οι πειο αγαπημένοι του φίλοι έφευγαν από κοντά του, όλοι εκτός από τον Βασιληά Μάρκο, τον Γκορνεβάλη, και τον Νανάς ντε Λιντάν, που μόνοι μπορούσαν κ' έμεναν στο προσκέφαλό του: η αγάπη τους υπερνικούσε τη φρίκη. Επί τέλους ο Τριστάνος είπε και τον μετέφεραν σε μια καλύβα χτισμένη απόμερα, στην παραλία.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν