Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025
Είπα, κ' εκείνος εύχονταν 'ς τον μέγαν Ποσειδώνα, 'ς τον αστροφόρον ουρανόν απλόνοντας τα χέρια• «ω Ποσειδώνα, εισάκου με, γεωφόρε μαυροχήτη• αν είμ' υιός σου αληθινά, πατέρα, μην αφήσης ο Οδυσσηάς ο πορθητής 'ς σπίτι του να φθάση 530 Λαερτιάδης, κάτοικος της πετρωτής Ιθάκης• αλλ' αν το θέλ' η μοίρα του να ιδή τους ποθητούς του, το σπίτι το καλόκτιστο, και την γλυκειά πατρίδα, ας κακοφθάση αργά πολύ και από συντρόφους έρμος, με ξένην πλώρη, και κακά 'ς το σπίτι μέσα ναύρη». 535
Αν ερωτάς κι' από κοντραπούντους κι' από μπουκλούκια . . . κανείς δεν μπορεί να βγάλη πλώρη μαζί τους. Είνε εις όλα πρώτο νούμερο. Τοιαύτας θεωρίας εξέφερεν ο Δημήτρης ο Τσιτσάνης, αρνούμενος να κεράση τους δύο φίλους, οίτινες ευθυμότατοι είχον εισέλθει εις το καπηλείον του. Αλλά δεν ήσαν και διψασμένοι.
Οι ναύτες σηκώσανε της άγκυρες, τέντωσαν το πανί, κι' αρμένισαν με τ' ανάλαφρο αεράκι. Η πλώρη έσκισε τα ψηλά βαθειά κύματα. Είχαν πάρει μαζύ πλούσια υφάσματα, μεταξωτά με σπάνιους χρωματισμούς, σερβίτσια από το Τουρ, κρασιά του Ποατού, πουλιά σπάνια της Ισπανίας, και μ' αυτό το τέχνασμα πίστευε ο Καερδέν ότι θάφθανε μέχρι τη Βασίλισσα.
Ο γέρος, όρθιος, ακούνητος, φιλούσε, φιλούσε ολοένα το μαγεμένο στόμα. Και η βάρκα, με το πανί λασκάδο, χωρίς καμμιά πνοή περίγυρα, άρχισε να σχίζη το κύμα, βουβό στην πλώρη της, να μακραίνη μαγεμένη απ' τη στεριά και να χάνεται στο χρυσό χάος του πελάγου. Σε λίγο μόνο τα μεγάλα μαλλιά του γέρου ανέμιζαν, σαν σβύσιμο αφρού, ανάμεσα στα μαγεμένα νησιά... Εμείς τα παιδιά ξέραμε πολλά πράγματα.
Ο καιρός 'ς τον Μάστορη — Μαΐστρο-τραμουντάνα. Πού να μουνδάρωμε! Και μια νύχτα! Σκοτάδι — Πίσσα! Δεν έβλεπες από την πρύμη 'ς την πλώρη. Εγώ του είπα του καπετάν Φώκα: Καπετάν Φώκα, δεν μ' αρέσει ο καιρός. Μα εκείνος δεν μ' άκουσε. Μας τα δίνει, που λέτε, 'ς τα χέρια! Και που να ιδής! Τα Ρημονήσια έγειναν ένα. Μαϊνάρουμε τον κόντρα μας τρώει τον παπαφίγκο.
Με γέμιζε μ' ένα αίστημα, ιερό μπορώ να πω, και μπρος σ' αυτά χανόντανε όλα τάλλα. Το πλοίο χόρευε απάνω στην ταραγμένη θάλασσα και μπρος στην πλώρη του, ξεχώριζε η σκιαγραφία ενός μακριού νησιού, που σημαδευότανε σ' ένα βάθος από σύννεφα που κυνηγούσαν ένα τάλλο.
Έλεγε πως αποφασίσατε να πάτε στο Κάστρο, και σας εκατάκρινε για την τόλμη. Μα εγώ το χάρηκα, γιατί ανησυχώ για κείνον τον αδερφό μου, και θέλω ναρθώ μαζί σας, αν με παίρνετε. — Ας είνε, καλώς ναρθής, είπεν ο ιερεύς. Εξέπλευσαν. Εστράφησαν προς το μεσημβρινοδυτικόν του λιμένος, έβαλαν πλώρη το ακρωτήριον Καλαμάκι. Ο άνεμος ήτο βοηθητικός, και ο πλους ευοίωνος ήρχιζε.
Μα πώς να κρατήσουν αρκούδα λυσσασμένη; χέρια είνε, δεν είνε ατσαλοσίδερο! Την ώρα που άπλωναν κατά την πλώρη, εκείνη στην πρύμη ευρισκόταν. Και την ώρα που άπλωναν στην πρύμη, στην πλώρη έφτανε.
Μια στιγμή κάπως άκουσα ψιθυρίσματα εμπρός, στην πλώρη κατάνακρα. Βάνω τ' αυτί μου. Ένα γέλοιο μικρό, γαργαλιστικό, κομματιασμένο, γνώριμο γέλοιο έρχεται να μου παγώση την καρδιά. Και μια φωνίτσα μασημένη, κελαϊδιστή ακούω να λέγη: — Αχ, τι καλά!... Τι όμορφα... Έτσι πάντα!... έτσι πάντα!... αιώνια έτσι!... Ήταν η φωνή της καπετάνισας.
Με τα μούτρα κάτω στα τρίσβαθα. Ένα γκοπ! τρομακτικό ακούστηκε, το καράβι σείστηκε συθέμελο και οι αρμοί του σαν να γινόντανε χίλια κομμάτια, τρίξανε με μιας από πλώρη σε πρύμη, από κουβέρτα σε καρένα, ένα τρίξιμο χαμού. Πρώτη φορά τα χρειάστηκε ο Καπετάν-Μοναχάκης. Έδωκε ο Θεός και δεν κοιμήθηκε το καράβι. Δεύτερο κύμα ζωντανό χύθηκε από τη μάσκα κ' έλουσε πρύμα-πλώρα το καράβι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν