United States or Uzbekistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τώρα που είσ' εδώ, κόρη μου, της λέει γελαζούμενα ο Επίτροποςπου σαν κοσμογυριστής που είτανε βρήκε καιρό να καμαρώση και την αγγελική ομορφιά της, — τώρα που είσ' εδώ, πες μας, να σε χαρώ μια κ' είναι μαζί μας κι ο Δάσκαλος· τι σ' έκαμε και πήγες κ' είπες πως ο Πανάγος τα είχε ψημένα με τη Μιχάλαινα; Το γύρισε ο Επίτροπος από την υποψία στη βεβαιότητα, να την πιάση.

τον πόλεμο της Δομπραίνας ο Καραϊσκάκης είχε διατάξη τον οπλαρχηγό Βασίλη Μπούσγο να πιάση μια ράχη παραπέρα από 'κεί που γίνονταν ο πόλεμος και να περιμένη ως πού να τον κράξη. Ενώ λοιπόν ακολουθούσε ο πόλεμος, ο Καραϊσκάκης ηύρε μεγάλη αντίστασητους Τούρκους κ' έστειλε ένα παληκάρι να πάη να φωνάξη το Μπούσγο βοήθεια.

Του εφούσκωσαν τα μυαλά και τον έκαμαν να καβαλλικεύση κόκκινο άλογο και να περνά γεφύρια, τέσσαρα δάκτυλα στενά, και να κυνηγά τον ίσκιο του, ωσάν να ήθελε να πιάση ένα προδότην. — Ο Θεός να σου φυλάγη και τας πέντε σου αισθήσεις. — Ο τρελλός κρυώνει. Ω! το τέ, το τέ, το τέ! — Ο θεός να σε φυλάγη από ανεμοστρόβιλον, από αστεροκτύπημα και από βάσκαμμα!

Για να πιάση ένας λαός να μελετήση τη γλώσσα του, δεν είναι ανάγκη αφτή η γλώσσα νάχη γενική επιστημονική αξία. Του φτάνει που είναι γλώσσα του. Μάλιστα όταν αφτή η γλώσσα είναι η γραικική, ο καθένας, κι ας μην είναι Γραικός, θα θελήση να τη μάθη.

Ποια η ανάγκη να φέρη βοήθεια; Κι' αν ήθελε πάλι να με πιάση ζωντανό γιατί, αφού με αφώπλισε, έπειτα μάφησε το ίδιο το σπαθί του; Α! σε κατάλαβα, Πατέρα! Όχι από φόβο, παρά από τρυφερότητα κι' από οίκτο, θέλησες να μας συγχωρήσης. Να μας συγχωρήση; Ποιος θα μπορούσε λοιπόν να δώση αθώωσι για ένα τέτοιο έγκλημα χωρίς να εξευτελισθή; Όχι, δεν εσυγχώρησε, παρά εκατάλαβε.

Ήθελε ο Νίκος να πιάση κάμαρη αλλού, μα χρώσταγε τρία νοίκια και δεν μπορούσε να φύγη πριν να πάρη κάτι λεφτά που τούμεναν απ’ τη δουλειά του. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η Λιόλια ήταν τώρα γυναίκα του Νίκου.

Για να γράψη κανείς ρομάντζο, καθώς και να βγη άξαφνα γλωσσολόγος, χρειάζεται πρώτα να προετοιμαστή, να μάθη, να ιδρώση. Άμα πιάση κανείς κοντύλι στο χέρι, θα πη πως τόκαμε απόφαση πια να βάλη τα δυνατά του όλα, όχι μισά μισά να τα φτειάνη κι όπως τύχη.

Η Χρυσούλα ερρίχθηκε στον αδερφό της κολλιτσίδα: — Λυπήσου τον, λυπήσου τα παιδιά μου· βάλε τον μέσα γρεντή. — Μωρέ, αδερφή, τον λυπούμαι μα τι να του κάμω· έλεγεν εκείνος στενοχωρημένος. Βλέπεις που εξόδεψα τα μαλλοκέφαλά μου σ’ αυτό. Θέλεις να μην το ξαναϊδώ; Έχει κακοτυχιά ο άνθρωπος· μάλαμα πιάνει στάχτη γένεται. Δεν τον θέλει η θάλασσα. Ας πιάση στη στεριά δουλειά να τον βοηθήσω όσο μπορώ.

Τρόμος και φρίκη τους είχε κυριέψει, σαν να την αισθάνονταν έτοιμη να ξεσπάση και εναντίον τους, αν ποτέ εφέρνονταν όπως ο καπετάνιος εκείνος. Και όταν ακούστηκε η καμπάνα της βάρκας, εσηκώθηκε καθένας κ' επήγε να πιάση τη δουλειά του, δίχως χωρατά και πειράγματα όπως άλλοτε.

Και ο συνετός ο κήρυκας τον άκουσε, κρυμμένος ως ήταν κάτω από θρονί, κ' εσκέπαζε το σώμα με νέο δέρμα βώδινο, τον χάρο ν' αποφύγη. πετάχθηκ' έξω απ' το θρονί, και το τομάρι εγδύθη, του Τηλεμάχου πρόφθασε τα γόνατα να πιάση, 365 και κείνον προσικέτευσε με λόγια πτερωμένα· «Ιδού με, ω φίλε· στάσου εσύ κ' ειπέ και του πατρός σου, 'ς την περισσή του δύναμι μήπως κ' εμέ πληγώση, από χολήτους βδελυρούς μνηστήραις, 'που αφανίζαν τα υπάρχοντά του, και οι μωροί σέν' εκαταφρονούσαν». 370