Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025


Τον Έδγαρ ο πατέρας μου γυρεύει να τον πιάση κ' εμένα κάτι δύσκολον μου μένει να του παίξω. Εμπρός, λοιπόν. Ας μην αργώ. Βοήθησέ με, Τύχη! — Δυο λόγια έχω να σου 'πω. Καταίβα, αδελφέ μου. Εισέρχεται ο ΕΔΓΑΡ. Ω Έδγαρ, ο πατέρας μου σε κυνηγά. Να φύγης| Πού κρύπτεσαι το έμαθε. Θα σ' εύρη.

Απ' όλη την πόλη, από άλλα μέρη ακόμα κρύβουνται στα στενά και χαμηλά εκείνα σπιτάκια λαθρέμποροι, φυγόδικοι, φυγόστρατοι, κάθε λογής άνθρωποι, που δε μπορούν να βγουν στους δρόμους. Αδύνατο είνε να τους πιάση κανείς εκεί μέσα.

Ο Αντρέ αμπόλησε ένα γεράκι για να τον πιάση, αλλά ο καιρός ήταν ωραίος και λαμπρός: το γεράκι πήρε φόρα και χάθηκε. «Κυττάχτε, Άρχοντα Αντρέ, είπεν η Βασίλισσα, το γεράκι κούρνιασε κει κάτω, στο λιμάνι, στο κατάρτι ενός άγνωστου καραβιού. Τίνος είναι; — Κυρία, είπεν ο Ανρέ, είναι το καράβι του εμπόρου της Βρεττάνης που χθες σας χάρισε τη χρυσή πόρπη. Πάμε να πιάσουμε το γεράκι μας».

Κι ο Ίππασος ξεκινήσαντας δε διαγούμιζε τις εξοχές των Μεθυμνιωτώνε, μήτε τα κοπάδια και τα χτήματα των ζευγολάτωνε και των βοσκών επείραζε, επειδή αυτά τα θαρρούσε περισσότερο καμώματα κουρσάρου παρά στρατηγού· μόνο έτρεχε κατά την πολιτεία την ίδια για να πιάση άξαφνα τις απροφύλαχτες θύρες. Κ' ενώ ήτανε μακριά ίσαμ' εκατό στάδια, τόνε συναπαντάει μαντάτορας φέρνοντας συνθήκη.

Αρχές Νοέμβρη έτοιμοι πάλι για ταξείδι. Επλάκωσεν όμως η Πεντέχτη. «Στη χάσηπιάση αρμένιζε, Πεντέχτη στο λιμιώνα» έλεγαν οι παλαιοί. Ο καπετάν Μπισμάνης ήταν φρόνιμος· αν δεν έβλεπε καλοσυνάδα τα σημάδια του καιρού δεν έλυνε πρυμόσχοινα. Μα τι να φέρη ο διάβολος για τις αμαρτίες μας; Ο καπετάνιος είχε μία κάσσα γλυκά σπιτίσια να τα δωρίση στον έμπορο.

Μα δε μπόρεσαν, γιατί εκλείστηκαν οκτώ πασάδες, και έκαψαν και τη Θήβα, εκτυπήσαν και το ορδί του Τούρκου κοντά στο Πατραντζίκι, και το Ταλάντι επήραν και ο Κούρμας λαβώθηκε. Ήρθε ο Λιμπεράκης να πάρη το Σάλονα, μα ο Κούρμας τον πήγε του κυνηγιού στο Καρπενήσι και σε τρίχα να τόνε πιάση και ολοζώντανο.

Δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να πιάση το βυζί της μάννας του, παρά ό,τι τούδιναν πια με το κουταλάκι ή με το ρογοβύζι, κι αυτό, το περισσότερο, το ξερνούσε:-θάλεγε κανείς πως κι απομέσα του ήτον κούκλα γεμάτη πίτουρα που άμα μια φορά μουσκέψουνε δεν πίνουν πια. . . Σαν ήρθε η θεια Ελέγκω και το είδε καταλυπήθηκε και κούνησε απελπισμένα το κεφάλι της.

Όποιος πιάση σήμερα να γράψη, θα πη φυσικά και δίχως να το συλλογιστή μια στιγμή tu aimes· έτσιείναι τώρα τρεις αιώνες και παραπάνωκατάντησε συνήθεια να γράφουμε και να λέμε. Ίσως όμως νομίζετε που ο τύπος από τότες δεν άλλαξε; Άλλαξε.

Ναφίνης την Πηγή, εξηκολούθησε, και να κυνηγάς τη μια και την άλλη, απού, μα το Θεό πούν' από πάνω μας, όλες δεν αξίζουνε το μικρό τση δαχτυλάκι! Είντα να σου κάμω 'γώ; δεν είμαι τω χρονώ σου να δης πως τσι διαλέγουν τσι κοπελλιές. Αι, Ργινιώ; ... Μα νάχωμε και το νου μας, είπε γελών, να μη σε πιάση ζήλεια. — Φόβον έχω! απήντησεν η Σαϊτονικολίνα γελώσα και αυτή.

Λοιπόν, Άρχοντες, όταν ο Περινίς γύριζε στο Τινταγκέλ, συνέβη να παρατηρήση μέσα σε κάτι δέντρα τον ίδιο δασοφύλακα που άλλοτε ανακάλυψε τους αγαπημένους, κοιμισμένους στην καλύβα, και τους πρόδωσε στο Βασιληά. Τώρα είχε σκάψει ένα λάκκο βαθύ, και τον εσκέπαζε προσεχτικά με φυλλώματα, για να πιάση λύκους κι' αγριογούρουνα.

Λέξη Της Ημέρας

βουλιάξω

Άλλοι Ψάχνουν