Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025


Ο Φαναριώτης έμεινε σύννους, είτα είπε: — Πώς τον Δίγαμον;.. Η νύφη είνε παρθένος, κ' έρχεται εις πρώτον γάμον. Τον αρραβώνα θα διαβάσης και το στεφάνωμα. — Δεν ξέρω τι γίνεται στο Φανάρι. Τον Δίγαμον θα διαβάσω, επέμενεν ο ιερεύς. Ο γραμματεύς του Παπά υπεχώρησεν. — Ας είνε. — Διάβασε τον Δίγαμον. Ο ιερεύς έβαλεν ευλογητόν και ήρχισεν. Αντήλλαξε τα δακτυλίδια.

Αγκαλά, κυρ Δημητράκη, κι' ο γυιος σου, καθώς έμαθα, ο Αγάλλος ήταν από διαβάτ' κι' αυτός, είπεν ο Καπετάν Πέρρος, ήταν μαζί με το τσούρμο. — Ποιο τσούρμο, καπετάν Πέρρο· στο καράβι είν' ο νους σ'; — Μαζί μ' αυτούς που έκαναν την πατινάδα, ηρμήνευσεν ο παπά- Ζαχαρίας. Κ' εγώ τ' άκουσα, κυρ Δημητράκη. — Τι λες, παπά; — Το ναι, ναι, και τo ου, ου, επέμεινεν ο παπάς.

Κατ' άλλους δεν είχεν αγιάσει, αλλά τουναντίον εβρυκολάκιασε, και κατά την συνήθειαν των ομοίων του ηρέσκετο να επανέρχηται νύκτωρ εις το έρημον τούτο δώμα, όπως επισκέπτηται μετά θάνατον την πάλαι κατοικίαν του. Την τελευταίαν ταύτην γνώμην παρεδέχετο και η ηγουμένη του μοναστηρίου, η μήτηρ Πία, καθότι δεν εδέχετο αύτη ότι ήτο δυνατόν να αγιάση σχισματικός μη πρεσβεύων τα δόγματα του Πάπα.

Όταν ήτο πλησίον του παπά της, ελάμβανε θάρρος, η καρδία της εζεσταίνετο, και δεν εφοβείτο τους κινδύνους. Εάν τυχόν ανεχώρει ο παπάς, χωρίς αυτής, να υπάγη εις το Κάστρον, η καρδούλα της θα έτρεμεν ως το πουλάκι το κυνηγημένον. Αλλ' εάν την έπαιρνε μαζί του, θα ήτο ησυχωτάτη.

Πώκαμαν το Γώγο παπά, πούξερε το «πάτερ ημών» μοναχά όλο όλο, που λειτούργαε για εκκλησιά στο μανδρί μέσα, και μοίραζε για μεταλαβιά ξυνόγαλο στην κολοκύθα. Που δεν ήξεραν πότε πέφτ' η Λαμπρή και λογάριαζαν με χαράκια στες γκλίτσες και με γιδοκακαράντζες για να το βρουν.

Ιδού τι έλεγεν εν τούτοις: —Παπά, παπά!... —Παπά, παπά!... ο παπά-Σφοντύλης... απ' την οξώπορτα... της λειτουργιαίς... απ' τ' άι-βήμα η πεθερά του.... κ' η παπαδιά... κουβαλούν... απ' την οξώπορτα... της λειτουργιαίς... τους είδα... απ' την οξώπορτα... της λειτουργιαίς... απ' τ' άι-βήμα... κ' η πεθερά του... κ' η παπαδιά...

Ευτυχώς η παρουσία του παπά της έδιδε θάρρος. — Δε μ' λες, παπαδιά, είπε με την τραχείαν φωνήν του ο μπάρμπα- Στεφανής, θελήσας ν' αστεϊσθή και με την πρεσβυτέραν, δε μ' λες, γιατί λένε: «Κύρι' ελέησον· παπαδιά· πέντε μήνες δυο παιδιά! » — Γιατί, μαθές, το λένε; απήντησε χωρίς να πειραχθή η πρεσβυτέρα. Πάρε παράδειγμα από μένα. Οχτώ γένναις, δέκα παιδιά.

Η πιο ήσυχη γωνιά ήταν εκείνη των Πιντόρ. Καθισμένες μέσα στην καλύβα τους έτρωγαν με τον Έφις ψητό αρνί και μιλούσαν για τη Νοέμι που βρισκόταν μακριά και για τον Τζατσίντο, για τον παπά και τον Μιλέζο, χαμογελώντας χωρίς κακία. «Τις πρώτες μέρες», είπε η ντόνα Ρουθ κόβοντας ένα μικρό γλύκισμα σε τρία ίσα μέρη, «ο Τζατσίντο έλεγε συνέχεια ότι ήθελε να φύγει για το Νούορο, όπου τον περίμενε μια θέση στο μύλο.

Είδατε λοιπόν, έλεγε μία φωνή χονδρή, ομοιάζουσα προς την φωνήν του ιερέως, αργώς και μετά προσοχής λαλούντος. Όποιος ελπίζει εις τον Θεόν, δεν χάνει ποτέ. Ακούτε σεις, ν' αρθή το παιδί της και ν' αρθή με καράβι καπετάνιος, όπως το εφαντάζετο! — Δεν το είδεν ακόμη, παπά, διέκοψε φωνή άλλη ναυτική. Είνε, παγαιμένητο Κάστρο. Έπειτα το καράβι τώρα δα άραξε. Δεν βγήκαν ακόμη έξω.

Εγώ θα είμαι ξυπνητός απ' τη μια, είπεν ο ιερεύς, γιατί έχω το ξυπνητήρι μου... κ' έπειτα είμαι και μοναχός μου ξυπνητήρι. Μα σταις τρεις είνε πολύ νωρίς. Να χαράξη, Στεφανή, και μπαρκάρουμε. — Σταις τρεις, σταις τέσσαρες, παπά, για να μην πέση αέρας, να τον έχουμε πρίμα ως ταις Κουκ'ναριαίς, νάχουμε μέρα μπροστά μας. Από κει ως το Μανδράκι, κι' ως τον Ασέληνο, τραβούμε σιγά-σιγά με το κουπί.

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν