United States or Libya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν τις χωρούσε, θα γινόμαστε μύρια κομμάτια με τόνομα του κακού μονάχα. Οι μέρες και τα χρόνια του χωρισμού θα την κατασταλάζουνε λίγη λίγη την πίκρα, κ' έτσι θα χωρέση μες στην καρδιά μου. Εσείς θα τη χαίρεστε τη μονάκριβή μου, και γω θα σιγολυώνω μέσα σ' αυτούς τους έρμους τοίχους. Κωστ. Αι, μάννα! Στα μυρολόγια θα το ρίξουμε τώρα, πούχουμε και μουσαφίρη σπίτι; Δέσπω.

Ο άσχημος άνθρωπος δεν μπόρεσε να βαστάξη στη φλόγα της αγάπης. Τον έκαιγε μέρα και νύκτα. Και όσο περνούσανε μέρες, από την πίκρα και τον καϋμό του γινότανε ολοένα ασχημότερος. Οι διαβάτες δεν τον κυττάζανε πια. Γυρίζανε το κεφάλι τους με τρομάρα. Τα σκυλιά τον γαυγίζανε από μακρυά.

Κι' είσαι άγγιχτη ακόμα; Είπε μια, η πλειο περίεργη. — Ντίπου άγγιχτη! απολογήθηκε η Κώσταινα. Μα τον Θεό, και μα την πίκρα της Ξενιτειάς! Όταν παντρευτήκαμαν, εγώ είμουν δέκα πέντε χρονών, κι' εκείνοςνάσκαζαείταν δώδεκα μοναχά. Δεν τάχε κι' αυτά σωστά ακόμα, και δεν ήξευρε τίποτε από τα εγκόσμια.

Μα τι τα θέλεις! Με όλη τη χαρούμενη έκφρασι που είχαν ψυχωμένα και άψυχα γύρω, κάτι εκρεμόταν αόρατο ψηλά κ' εκάθιζε μυλόπετρα στην ψυχή μας. Ανεξήγητη ανησυχία εκυρίευε όλων τα νεύρα. Ήταν η πίκρα του χωρισμού; ήταν ο φόβος του κινδύνου; Όχι· δεν το πιστεύω. Αν ήταν η «Παντάνασα» πρωτοτάξειδη εμείς όμως είμαστε παλιοί θαλασσομάχοι. Ο Βάραγγας εδιάλεξε τον αθέρα για να βάλη μέσα.

Η ΜΑΝΝΑ. Μη φλόγες κοκκινίζαν τα ρογόβυζά μου 'δώ, παιδί μου, και λάβα μη σε πότισα, κάρβουνο την καρδιά σου λες να κάνω; Γύρισε λίγο να σε ιδώ, Μίλα, παιδί μου, κι' από την πίκρα μου θε να πεθάνω. Κρατάτε με κι' απόστασα. . . Χριστέ μου, στην Καπερναούμ μια μέρα Ζητήσανε να σου μιλήσουμε τ' αδέρφια σου και η μητέρα.

Τότε ήτο η επέτειος των γενεθλίων του πτωχού νάνου, και η διαταγή να πιή «στην υγεία των απόντων φίλων» έφερε τα δάκρυα εις τα μάτια του. Έπεσαν βαρειά και πικρά, αυτά τα δάκρυα, εις την κούπα που την έπαιρνε ταπεινά από το χέρι του τυράννου. — Χα! χα! χα! είπεν ο τελευταίος χάσκοντας από τα γέλοια, ενώ ο νάνος άδειαζε την κούπα με δυστροπίαν. — Να και το αποτέλεσμα ενός ποτηριού από κρασί!

Γύριζε στο χωριό της με τα λόγια αυτά καρφωμένα στο νου της, με τη θλίψη και την πίκρα στην καρδιά της, σα συλλογίζουνταν τα χρόνια που θα περνούσαν τα χρόνια τ' άχαρα, τα δίχως αγάπη κ' ευτυχία, τα χρόνια που δε θάχαν γι αυτή καμιά απόλαψη και θα της έπαιρναν την ομορφιά και τη νιότη, και θα της έφερναν γλήγορα τα γεράματα, που θάρχουνταν να τα χαρή τότες αυτά μονάχα εκείνος.

Κι' αν μώρθη γιε μου θάνατος κι' αν μώρθη γιε μ' αρρώστια Κι' αν τύχη πίκρα ή χαρά ποιος θα μου τηνε φέρει; Εγώ! απαντάει εκείνος με άσκοπη προθυμία βάζοντας όρκο φριχτό. Κ' έτσι εκατάφερε να χωρίση την Αρετή από τη φαμελιά της. Δεν επέρασεν όμως πολύς καιρός και οι φόβοι της μάνας αλήθεψαν. Φριχτό θανατικό έπεσε στη χώρα! Εσάρωσε κόσμο και κοσμάκη, εσάρωσε και της δόλιας μάνας τα εννιά παιδιά!

Το ταξίδι θα του φάνηκε πολύ δυσάρεστο και σ' ένα γράμμα του σε κάποιο φίλο του παραπονέθηκε πικρά για το αίσχος· «ο σύντροφος των ποιητών και των καλλιτεχνών» να εξαναγκαστή να συντροφέψη «γουρούνια». Το κοσμητικό που κολνάει στους συντρόφους του δεν πρέπει να μας εκπλήξη. Το έγκλημα στην Αγγλία σπάνια είναι αποτέλεσμα της αμαρτίας. Πάντα σχεδόν είναι συνέπεια της πείνης.

Αυτά 'πε, και άναψεν η οργή της Αθηνάς ακόμη· και θυμωμένη ωνείδισε πικρά τον Οδυσσέα· 225 «Μ' άλλην ψυχή, μ' άλλην ανδρειά, σ' εγνώρισ', Οδυσσέα, εννέα χρόνους άκοπα να πολεμάς τους Τρώαις, χάριν της θεογέννητης Ελένης λευκοχέρας, κ' εις δειναίς μάχαις φόνευσες άνδραις πολλούς και ο νους σου έρριξε την πλατύδρομην την πόλι του Πριάμου. 230 πώς τώρα, ενώτο σπίτι σου καιτα καλά σου φθάνεις, πονεί σ' ανδρείος να δειχθής επάνωτους μνηστήραις; στάσουτο πλάγι μου, ω καλέ, κ' έργον ιδέ, να μάθης πώς ο Αλκιμίδης Μέντορας, 'ς εχθρούς πολλούς αντίκρυ, είναι τα ευεργετήματα καλός ν' ανταποδώση». 235