Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025
Και εξηκολούθει: — Καλά κάμαμε, έλεγε, μόνος του τάχα διαλογιζόμενος, και εκάμαμε το χειμαδιό μέσα 'ς το Κάστρο. Δεν μας 'ψόφησε κανένα πράμα. Η αλήθεια είνε πώς είνε κομμάτι ζώρι. Σακατεύεται κανένας μέσα 'στα κατσάβραχα να κουβαλάη εληαίς και άλλα κλαδιά να τρώνε τα παληόιδα. — Μπε! Μπε! επανελήφθη τώρα η φωνή εν χορώ πολυφώνω. Ο κύων υλάκτησε πάραυτα καταπνίξας τας άλλας ζωώδεις φωνάς.
Κόλλησε η κόρη τα μάτια της απάνω του και χαμογέλασε. — Ήρθα να σ' εύρω· είπε· δεν το περίμενες ; — Αλήθεια! τι κουτός που είμαι!... Να κυττάζω την ανατολή και να μη σκεφτώ πως θα πρωτοϊδώ εσένα. Και πάραυτα με παιδιάτικη αφέλεια, άρχισε να κόβη ρόδα από τις σκαλωμένες στον τοίχο τριανταφυλλιές και να τα ρίχνη βιαστικά, ένα με τ' άλλο απάνω της. — Ελπίδα! Ελπίτσα! θα σε θάψω με τα ρόδα μου.
Πιεζόμενος υπό απεριγράπτου φρίκης και τρόμου, ησθάνθην την καρδίαν μου συγκοπτομένην και τα μέλη του σώματος μου απονεκρούμενα· αλλ' επί τέλους ανέλαβα το θάρρος μου, σκεφθείς ότι η Ροβένα έζη και ότι ηπατήθην εκλαβών αυτήν ως αποθανούσαν, πάραυτα δε επεμελήθην κατά καθήκον όπως την επαναφέρω εις την ζωήν· επεδόθην δε εις τούτο όλως μόνος, διότι, μη έχων υπηρέτας πλησίον μου, δεν ηδυνάμην και να τους καλέσω, επειδή ουδ' επί στιγμήν ενόουν να ανέλθω εκ του θαλάμου, η δε φωνή μου δεν έφθανε μέχρι των δωμάτων των.
— Θα τους ακολουθήσωμεν, είπεν ο Χίλων, θα ίδωμεν πού εισέρχονται και αύριον ή καλλίτερα σήμερον, αυθέντα με τους δούλους σου θα καταλάβης όλας τας εξόδους της οικίας και θα την αρπάσης. — Όχι, είπεν ο Βινίκιος. — Τι θέλεις να κάμης, αυθέντα; — Θα εισέλθωμεν κατόπιν της εις την οικίαν και θα την αρπάσωμεν πάραυτα. Ειξεύρεις τι θα κάμης, Κρότων, ή όχι;
Ο αρχιληστής ήρπασε πάραυτα τας κλείδας, έλυσε τον δέσμιον οικονόμον και λέγει αυτώ: — Εμπρός! Κ' εξήλθον. — Αχ! ηκούσθη θλιβερά τότε των δεσμίων φωνή, ως ν' απεσπάτο από της ρίζης η καρδία των.
— Όλα είναι έτοιμα, αγαπητέ κύριε. Αλλά προφυλαχθήτε υπό το επίχωμα, διότι θα μουσκευθήτε. Τι καταιγίς! Νομίζω ότι θα πέση χάλαζα. Πράγματι έπεσαν χόνδροι χαλάζης. Αμέσως η θερμοκρασία κατήλθε. Επερίμεναν με τα ώτα άγρυπνα. Η χάλαζα έπαυσεν, αλλά πάραυτα ήρχισε να πίπτη ορμητική βροχή.
— Τίποτα· θέλησα να το κάμω να λουφάξη, να μην κλαίη, απήντησεν. Η γραία μάμμη έκυψε προς την κούνιαν. — Πηγαίνω τώρα, έφεξε, είπεν η Φραγκογιαννού . . . Δώσε της λεχώνας το γιατρικό που έβρασα να το πιη! Και πάραυτα εξήλθεν. Έτρεξε με βήμα δρομαίον ν' απομακρυνθή τάχιστα. Επήρε τον επάνω δρόμον, κατά το δάσος, διά να μη περάση από την αντικρυνήν ράχιν όπου ήτον η στάνη.
Μόλις αυτός εισήλθε, και πάραυτα εισώρμησα μέχρι του κυλικείου, όπου απέθετε τον δίσκον με τα ποτά. — Θα πας σίγουρα, Κωσταντή; . . . Πώς σου ήρθε . . . έχεις συντροφιά; — Έχω, αν δεν με γελάση. — Ποιον; — Τον Αργύρη τον Τσαλαβούτη. Έτρεξα έξω. Επήγα εις έν υποδηματοποιείον δύο ή τρεις πόρτες παρέκει, διά να εύρω τον μικρόν ανεψιόν μου τον Διαμάντην, εργαζόμενον ως κάλφαν εις την τέχνην αυτήν.
Δεν είδα πλέον το καράβι του επιβούλου γέροντος, με το να εμίσευσε πάραυτα. Και τότε άρχισα να στοχάζωμαι τον κίνδυνον, εις τον οποίον πάλιν ευρισκόμουν, φοβούμενος να μη με καταφάγωσιν αι τίγρεις, θηρία τόσον άγρια· μα ο φόβος μου ογλήγορα έπαυσε, με το να εξάνοιξα ένα καράβι μακρόθεν το οποίον βλέποντάς το εχάρηκα κατά πολλά και έλαβα καλήν ελπίδα.
Και επείσθησαν πάραυτα όλοι ότι ο θησαυρός των, ον μετά τόσης κρυφής χαράς εκόμιζον, ην ο θησαυρός της σεπτής της νήσου μονής.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν