United States or Morocco ? Vote for the TOP Country of the Week !


— Ε, ακρογιλά! ακρογιαλά και κακό! Επανέλαβεν ο κυρ-Δημάκης έκπληκτος, ούτως αποκαλών κατά το ιδίωμα της πατρίδος του τα κοινώς λεγόμενα μεζέδια. Η μαργαρώδης, η χρυσοπράσινος, η δροσερά του πυθμένος αίγλη απεδίωξε πάραυτα την μαύρην από του προσώπου του σκέπην. Γλυκύς ίμερος τον συνεκίνησε προς την θέαν των θαλασσινών. Ήτο δε ομολογουμένως και δεξιός ερευνητής και αλιεύς τούτων ο κυρ- Δημάκης.

Είχε μεταβάλει όψιν πάραυτα η σιωπηλή εκείνη εσχατιά, ης ο σιωπηλότερος αντιπρόσωπος ην άλλοτε ο οικίσκος ούτος. Πόσον απροόπτως και πόσον αποτόμως μεταβάλλονται τα εν τω κοσμώ! Ην ο φεγγοβολών εκείνος οικίσκος, της Θεια-Μυγδαλίτσας το οίκημα.

Εκάπνιζεν ένα ναργιλέν το πρωί, είτα μόλις άφηνεν από την χείρα το μαρκούτσι, και πάραυτα ήναπτε το τσιγάρον, κυττάζων άμα το ωρολόγιόν του και εγειρόμενος ίνα απέλθη.

Είχε την όψιν ενός νεκρού, αλλ' ήτο σχεδόν όρθιος εις την κάσαν, της οποίας είχε κατά τον τρομακτικόν αγώνα του αφαιρέσει και το κάλυμμα. Μετεφέρθη πάραυτα εις το πλησιέστερον νοσοκομείον, όπου εδήλωσαν ότι είναι ακόμη ζωντανός, αλλ' εις την κατάστασιν ασφυξίας.

Και ήρχισε πάραυτα οχληράν και αγωνιώδη εργασίαν εκριζώσεως διά των χειρών της απεσκληραμμένης πλέον αγριάδας, «όπως δώση αέρα εις τα καϋμένα τα κλήματα, τα οποία είχαν ανάψει». Αι δύο αδελφαί αισθανθείσαι τον πόνον της γραίας ήλθον πάραυτα και έλαβον μέρος και αυταί εις την επίπονον εργασίαν. — Μας ηύρε δλειά πάλι! είπεν η Σοφούλα. — Καλά έλεγα εγώ να μη ρθω, προσέθηκε και η Δεσποινιώ γελώσα.

Ο Κωστής, ο νεαρός φίλος μου, μου είχε κάμει αληθή υποβολήν, αν όχι υπόμνησιν του ταξίματός μου. Δεν εκρατούμην και εκίνησα πάραυτα. Το φεγγάρι ήτο εννέα ή δέκα ημερών. Ελογάριαζα μιας ώρας ανήφορον έως τον Άγιον Ηλίαν, μιας ώρας συνάντησιν και διατριβήν μετά προχείρου δείπνου, εις την τοποθεσίαν αυτήν, και τριών τετάρτων περίπου κατήφορον έως την Παναγίαν.

Αλλ' ο καπετάν-Φώκας, ολομόναχος πάντοτε, εν τη πρύμνη, προσπαθών κατόπιν ν' ανοίξη δευτέραν φιάλην κονιάκ, κατακόκκινος και μισοζαλισμένος, παρά την θερμάστραν, ην προλαβών προσήναψεν ο καμαρώτος, έθραυσε τον λαιμόν αυτής και εχύθη το πλείστον του ποτού επί των αναμμένων ξύλων. Πάραυτα φλόγες πρασινογάλαζοι τον εκύκλωσαν έντρομον να τον καύσουν.

Παιδία τινά εξαπατηθέντα και νομίσαντα ότι εψάλλετο το Χριστός Ανέστη , έκαυσαν εν κρότω τα καψύλιά των· γέρων δε τις λαίμαργος έθραυσε πάραυτα το κόκκινον αυγό, το οποίον έφερε πάντοτε την νύκτα της Αναστάσεως μαζί του εν τη εκκλησία, και το ερρόφα, ενώ ο κυρ-Μανωλάκης μετέβαινεν εις την οικίαν του παρητημένος πλέον και έχων εις τον νουν του ίσως την πρόρρησιν της μαγίσσης.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Δεν εφανταζόμην ότι ήθελον πολεμήση κατά του Πομπηίου, διότι εσχάτως ακόμη εφέρθη προς με λίαν φιλοφρόνως· οφείλω μόνον να τον ευχαριστήσω ίνα μη φανώ επιλήσμων της ευεργεσίας, και μετά ταύτα να προκαλέσω αυτόν πάραυτα. ΛΕΠΙΔΟΣ. Ο καιρός επείγει. Πρέπει ευθύς να βαδίσωμεν κατά του Πομπηίου, πριν ή ούτος βαδίση καθ' ημών. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πού είνε; ΚΑΙΣΑΡ. Πλησίον του Μισηνού όρους.

Αλλά και έτσι δέχομαι, οπίσω να την δώσω. Ότ' ο λαός θέλω να ζη, και όχι ν' απαιθάνη. Αλλ' όμως ετοιμάστε με πάραυτα δώρον άλλο· Μητους Αργείους μεταξύ μονάχος απομείνω Αφιλοδώρητος εγώ· ότ' επειδή δεν πρέπει. Το βλέπετ' όλοι πως αλλού το δώρον μου πηγαίνει·