Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025


Ο δρόμος ήτον ολίγο ανηφορικός εδώ κ' έσχιζε το πυκνό δάσος του μοναστηριού. Κοδελώνονταν ολόγυρ' απ' όχτους, πήδαε ρεμματιές, ανέβαινε μικρούς βράχους. Κ' εκεί που πηγαίναμε αγάλια αγάλια εμείς οι τρεις καβάλα, εμένα μούρθε πάλε η όρεξη η βραδινή για να τραγουδήσω. Σας ξομολογιέμαι.

Και ύστερα; — Ύστερα πηγαίνω με το φεγγάρι. — Μα θα πας; — Θα πάω. — Ξέρεις καλά το δρόμο; — Τι θα πη;... Μπορεί να έχω χρόνια να πάω, μα τον δρόμο τον θυμούμαι... Κ' έπειτα, αν έρθη κανένας απ' τους ξωμερίταις φίλος μου... — Θα τον παρακαλέσω να με πάη ολίγο παραπάνω, είπεν ο μπάρμπα- Κωνσταντός. — Ώστε δεν ξέρεις καλά το δρόμο; — Όχι αλλά... — Φοβάσαι τα στοιχιά; εκάγχασεν ο ιερεύς.

Και τους λέει· Παιδιά μου, εγώ Όσο βλέπω, δεν αργώ 580 Τούτη τη ζωή να χάσω, Και στην άλλη να περάσω· Όθεν, πριν σας χωριστώ, Σαν πατέρας σας, χρωστώ Να σας πω τη θέλησί μου, 585 Κι' όλη την κατάστασί μου· Το γνωρίζετε καλά, Πως δεν έχομε πολλά· Ένα σπίτι, ολίγο πράμμα, Και μ' αυτά το αμπέλι αντάμα. 590 Το αμπέλι είν' αρκετό, Επειδής κι' εμείς μ' αυτό Επορέψαμαν ως τώρα, Οι καλήτεροι στη χώρα.

Το απόγεμα επούλησα με το ζύγι το ολίγο μας ασημικό, ξεχρώστησα τον ξενοδόχο κ' επήγαμε να καθίσωμε σ' ένα χαρβαλωμένο καλύβι που νοίκιασα δεκαπέντε δραχμές το μήνα κοντά εις το Αστεροσκοπείο. Μας απόμειναν οι τριάντα σιδηρόδρομοι. Μα αυτούς είχαμε κάμη τάξιμον να μη τους αγγίξωμεν, να τους φυλάγαμε για προίκα των κορών μας.

Το γεύμα είταν όμορφο κι αυτό, αγροτικό κ' ευτυχισμένο, θάλεγε κανείς πως στη μικρούλα αυτή άκρη της γις έρχουνταν και κρύβουνταν ζηλότυπα του κόσμου η ευτυχία. Δεν είχαν γνωριστή περισσότερο από δυο τρεις ώρες και ο καθείς του ένιωθε μεγάλη ηδονή να βλέπη και να μη χορταίνη μέσα στ' ολίγο φως της λάμπας, τα μάτια του άλλου.

Εβάδιζε βραδέως και έστρεφε προς τα οπίσω διά να ίδη μήπως τον κατεσκόπευε κανείς από τον οίκον του Πετρωνίου. Διέβη την στοάν της Λιβίας και φθάσας εις την γωνίαν του Κλίβου Βιμπρίου, διηυθύνθη προς την Σουββούρην. «Πρέπει να υπάγω εις του Σπόρου, έλεγε καθ' εαυτόν, να πιώ ολίγο κρασάκι προς τιμήν της τύχης.

Σ' ολίγο παύουν όλ' οι κόποι μου, και συ θα λάβης τον αέρα της ελευθερίας· για λίγο ακολούθα με, και υπηρέτησέ με.

Και το θερίζει ο θάνατος άσπλαχνα κάθε 'μέρα· Νεκροταφείο έγεινε κι' αρρώστεια πέραπέρα. Το Μεσολόγγι...κλάψτε το! θα πέση, δεν βαστάει, Και κλάψετε μαζύ μ' αυτό και την Ελλάδα ακέρηα·ολίγο μόνη μέσα του η Δόξα θα γυρνάη, Η Δόξα, η αθάνατη 'σάν τα λαμπρά τ' αστέρια. — Ψωμί, μπαρούτι, βόλι, Ψωμί! — φωνάζουν όλοι Και δυο τους μένουν μοναχά, δυο απόφασαις να κάνουν.

ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ Κάθισε ωστόσ' ολίγο και νέαν έφοδον ας δώσωμε 'ς τ' αυτιά σου, 'πού αρματωμένα διώχνουν την διήγησίν μας, αυτό 'πού δυο νυκτιαίς είδαμ' εμείς. ΟΡΑΤΙΟΣ Ας ήναι· ας καθίσωμ' εδώ· Βερνάρδε, ιστόρησέ τα.

Ένα σπίτι, ολίγο πράμμα, Και μ' αυτά το αμπέλι αντάμα. Το αμπέλι είν' αρκετό, Επειδής κι' εμείς μ' αυτό Επορέψαμαν ως τώρα, Οι καλήτεροι στη χώρα.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν