Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025


Πριν φτάση έξω από τα χωριά τον απαντάει ο διάβολος·Γεια σου, πατριώτη. — Γεια της αφεντιάς σου, κυρ διάολε. — Πούθεν έρχεσαι; — Από το γιαλό. — Και η βροχή πού σ' απάντησε ; — Στο δρόμο. — Έλα δα!... — Μα τα κέρατά σου στο δρόμο. — Και δε βράχηκες; Εγώ έγινα μουσκίδι. Ο ναύκληρος εγέλασε. — Α, λέγει, πονηρά! Εγώ ξέρω μια τέχνη και δε βρέχουμε.

Μετ' ολίγον επί κεφαλής του πληρώματος ο Γιωργάκης, ο ναύκληρος, ειργάζετο εις την συρραφήν μιας παλαιάς εσχισμένης μπούμας του πλοίου, την οποίαν είχον απλώσει επί του καταστρώματος. Συχνά δε ίστατο, με την σακκορράφαν την χονδρήν εις χείρας, βλέπων προς τους ιστούς επάνω περίφροντις μάλλον ή αφηρημένος. — Θα της βράσουν τάχα κανένα πιατάκι κόλλυβα; διελογίζετο. Ποιος να φροντίση!

Πάρε πρώτη τη δική μας. Ξέρεις, τόσο η Θεές μας όσο κι' οι Θεοί μας, όλοι τους είνε κλέφτες και φονηάδες. Άλλες πόρνες, άλλοιμε συμπάθειοκερατάδες κι' ό,τι άλλο θες. Και τη δική σας την τρανή την πίστι, ένας ναύκληρος απ' τη Συρία μούπε, πως την εκήρυξε μια που την λέγανε Μαγδαληνή, περίφημη για της παραλυσίες της κυρία.

Το πρωραίον είχε στεγαδώσει πλέον από τους καπνούς τόσων τσιγάρων και διέταξεν ο ναύκληρος ν' ανοίξωσιν άνωθεν μίαν υαλοθυρίδα του φεγγίτου.

Απεκαλύφθησαν και ήρχισαν να κάμνουν τον σταυρόν των. Μερικοί και εδάκρυον παρακολουθούντες την πένθιμον εκείνην ψαλμωδίαν. Όταν δ' ο ναύκληρος ήρχισε να ψάλλη τελευταίον: «Μετά των Αγίων ανάπαυσον . . . ;» σιγά-σιγά με κλαίουσαν φωνήν, συχνά διακοπτομένην από τους λυγμούς της ψυχής του, οι ναύται δεν ημπόρεσαν να κρατηθούν από την συγκίνησιν και ανεκραύγασαν πάντες εν χορώ: — Θεός σχωρέστηνε!

Ο ναύκληρος ενθυμηθείς την οικογένειάν του και την ενορίαν του, τον ίδιον εαυτόν του ενθυμηθείς, ότε ήτο παιδίον, εδάκρυσε, και ήρχισε να διηγήται ωραία επεισόδια του νεανικού του βίου, ότε μια χρονιά ο εφημέριος τον ανεβίβασεν εις το κωδωνοστάσιον επάνω να κτυπήση την μεγάλην καμπάνα, έλεγε, και αυτός από το ισχυράν καμπάνισμα την έσπασε, κ' εκρότει έπειτα την ημέραν της εορτής ως ραγισμένη λάγηνος.

Με ώθησεν ο πατήρ μου, μ' έσυρεν ο ναύκληρος, και πριν προφθάσω να λαλήσω ή ν' αντισταθώ, ευρέθην εντός της λέμβου κ' εγώ. Αι κώπαι εκινήθησαν αμέσως. Εστράφην προς την ξηράν να ίδω την μητέρα μου, και ενώ εστρεφόμην είδα καπνόν επί του λόφου και νέος τουφεκισμός ηκούσθη. Επί των βράχων το πλήθος συνεσφίγγετο και οι όπισθεν ώθουν τους πρώτους, έπιπτον δέ τινες ήδη εις την θάλασσαν.

Βρε, παιδιά, είπεν ακολούθως ο ναύκληρος. Ποιος ξέρει το Χριστός Γεννάται; Νά, τώρα, που μας χρειάζεται και ο καπετάν- Φαφάνας, καλή του ώρα. Αυτός κάπου 'δω θα φέρνη γύρω,

Μα πάλι που δεν εύρισκεν ησυχία ως που να μάθη το μυστικό. — Έλα, λέγει τέλος αποφασισμένος· βούλωσέ με και πες μου. Άμα τον εβούλωσε καλά ο ναύκληρος του είπε την απλή τέχνη: Έβγαλα τα ρούχα μου, τα έχωσα στο μισοκοίλι, έβαλα το μισοκοίλι στο κεφάλι και δρόμο. Έπαψε η βροχή, εφόρεσα τα ρούχα μου, επήρα το μισοκοίλι στο χέρι και πάλι δρόμο.

Εγονάτισε τότε μπροστά εις την Παναγίτσα μας, την Τριχειρούσα, κ' έκλαιεν: — Αρί, Λουξανιώ, πώς τάφησα το παιδάκι μου και μούφυγε! Πώς τώκαμα αυτοδά, αρί. Δεν το κρατούσες, αρί να μη φύγη το παιδάκι μου; Δεν το κρατούσα, μαθές! . . Κ' έκαμε μετάνοιαις εις την Παναγίτσα μας, κ' έκλαιε κλάματα κ' εφώναξε δυνατά: — Δεν μ' έπαιρνες κι' εμένα μαζί . . . Αλλ' επί τέλους επροδόθη ο ναύκληρος.

Λέξη Της Ημέρας

προστρέχανε

Άλλοι Ψάχνουν