Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025
Ένα πρωί, στο δρόμο, είδα την κόρη της Ιωνίας, τη μαυροφόρα, εκείνη που μονάχη με είχε φωτίσει στο ταξίδι, όταν η μεγάλη ξεραΐλα μ' έδερνε. Ήθελα να της πω πράγματα ευχάριστα, μα ήταν αλλού ο νους μου, συλλογισμένος, κ' ήμουν σκληρός. Αφού διηγήθηκε κείνη μερικές παλιές θύμησες, της είπα: «Αυτά μας αρέσουν, μα δεν μπορούν να μ' εξηγήσουν τον πόνο μου που βρίσκομαι στην Πόλη.
Η μούλα του δε μπόρεσε να βαστάξη 'ςτό συρμητό. Κόλωσε με μιας πίσω. Θέλησε τούτος με τα χτυπήματα να τη βάλη μπροστά. Κι αυτή, μέσ' το πείσμα της, πέταξε δυο τρεις κλοτσιές με τα πισινά της, τον έρριξε τ' απίστομα 'ςτό σιάδι, κ' έφυγε μοναχή της τον κατήφορο κ' εχώθηκε 'ςτά κλαριά του λόγγου μέσα. Όλη την επίλοιπη βροχή εκεί την εφάγαμε, ολόρθοι 'ςτήν πόρτα του κατωγιού, με τον ξάδερφό μου.
Η Βεάτη ήθελε να βεβαιωθή μόνον, ότι η Σιξτίνα δεν ήτο εν επισκέψει παρά τη εγκλείστω. Είτα έκρουσε θαρραλέως την θύραν. Την φοράν ταύτην η Βεάτη υπήρξεν ευτυχεστέρα. Μετά την δευτέραν κρούσιν, στεναγμός ηκούσθη λίαν ευκρινώς. Η μοναχή εξέλαβε τούτο ως ευοίωνον σημείον και έκραξε· — Κόρη μου! Είσαι μέσα; — Ποίος είνε; ηρώτησεν ασθενής φωνή ένδοθεν του θαλάμου. — Μία φίλη, απήντησεν η Βεάτη.
Πάλιν η Χαλιμά τον παρακαλεί να την ευχαριστήση εις τούτο της το ζήτημα, λέγοντάς του, ότι, αν αυτός δεν θελήση, αυτή μοναχή της θέλει παρασταθή εις τον βασιλέα.
Κάνε ό,τι μπορείς, Λιόλια, να τη συνεφέρης ! Άσ' τα κλάματα τώρα! αυτά μας έλειπαν. . . Έφθασα. . . Μη φύγης, Κύριε Νίκο ! μη μ' αφήσης μονάχη ! -ξεφώνισε θρηνιάρικα η Λιόλια.
Μια και μονάχη κοπέλλα απόμενε στου Πανάγου τα δέντρα, να μαζώξη ταπομεινάρια, πρι να σημάνη Σπερνός. Δεν είχε και σπιτικό να πολυνοιαστή η λυγερή μας Παραμυθιώτισσα.
Κοιμάσαι συ. Εγώ στέκω έξυπνος, και σε φυλάγω. Άμα φέξη, άμα εβγή ο αστέρας, άμα το πρώτο γλυκοχάραγμα φανή στον ουρανό, σ' εξυπνώ, ή ξυπνάς μοναχή σου, και φεύγομε. Θέλεις άλλο τίποτε; Δεν πιστεύεις εμένα; Εγώ είμαι πατέρας σου. Η Αϊμά δεν ετόλμησε να επιμείνη, και ηναγκάσθη να δεχθή το μέσον τούτο. Ο Πρωτόγυφτος εκλείδωσεν έσωθεν την θύραν, και τη έδωκε την κλείδα.
Θα σ' έχω στην αγκαλιά μου. Θα πούμε τόσα πράματα. .. Δεν είπες πως έχεις να μου πης τόσα πράματα; ΔΩΡΑ — Ναι, Νίκο μου. Σαν είμαι μοναχή μου συλλογίζομαι τόσα πράματα να σου πω. Μα σαν είμαι μαζί σου δεν μπορώ πια να τα πω, δεν έχω το θάρρος. ΝΙΚΟΣ — Τώρα θα ιδής πως θα μου τα πης όλα. Κ' εγώ θα σου τα πω. Θα πούμε τόσα πράματα. Να ιδής, τι ωραία που θα είναι. Έλα, χρυσό μου. Έρχομαι.
Γράμματα δεν ήξερε, μα σα βρισκότανε μοναχή της, τώβγαζε κρυφά-κρυφά απ' τον κόρφο της και το διάβαζε χωρίς να ξεχωρίζη τα γράμματα. Τι τα ήθελε τα γράμματα; Το διάβαζε με την καρδιά της. Η αγάπη της έβαζε μέσα και λόγια που δεν τα είχε το γράμμα. Μα από μέσα της ήξερε πως το αληθινό γράμμα ήταν αυτό που διάβαζε μοναχή της, μέσα στο σκοτάδι της νύχτας. «Από κει θα σας γράψω πάλι.
Η ηγουμένη, της ώρισεν άλλο διακόνημα. Η Αϊμά εσιώπησεν. — Εκ του στόματός μου, επανέλαβεν η μοναχή, δεν θα εξέλθη λόγος ψευδής, ουδέ δόλον θα μελετήση η καρδία μου. &Λαβάμπο ιν ιννοτσέντιμπονς μάνους μέας&. Η Αϊμά ουδέ λέξιν ενόει εκ των λεγομένων υπό της αδελφής Καρμήλης.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν